High-stakes examinations/test
Τεστ υψηλών οικονομικών συμφερόντων. Τσομπάνογλου 2007:17.
Τεστ υψηλών οικονομικών συμφερόντων ονομάζονται τα τεστ των οποίων τα αποτελέσματα χρησιμοποιούνται για να παρθούν σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή των εξεταζομένων (Davies et al. 1999:185, Kiplinger & Linn 2010:115). Τα τεστ αυτά μπορεί να είναι τεστ κριτηρίου ή νόρμας, εσωτερικής ή εξωτερικής προέλευσης. Μερικά παραδείγματα είναι τα τεστ αποφοίτησης, προαγωγής ή κατάταξης για τους μαθητές, αξιολόγησης ή αμοιβής για τους εκπαιδευτικούς ή κατανομής κονδυλίων στα σχολεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα αποτελέσματα των τεστ επηρεάζουν αποφάσεις υψηλών οικονομικών συμφερόντων.
Ο όρος «high stakes» γενικά χρησιμοποιείται για τεστ από τα οποία εξαρτάται η καριέρα και τα σχέδια σπουδών των υποψηφίων (Davies et al. 1999:185). Παραδείγματα τέτοιων τεστ είναι το TOEFL και το IELTS, όταν χρησιμοποιούνται ως τεστ επιλογής για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ή τα γλωσσικά τεστ που απαιτούνται από τους μετανάστες, ώστε να εξασκήσουν το επάγγελμά τους σε μια νέα χώρα (Davieset al. 1999:185). Υπάρχουν, ωστόσο, άλλες χρήσεις αυτών των τεστ που δεν επηρεάζουν άμεσα τους εξεταζόμενους, αλλά γενικά θεωρούνται υψηλών οικονομικών συμφερόντων, όπως για παράδειγμα, τα αποτελέσματα των εξετάσεων SAT, που είναι δευτερεύουσας σημασίας για την εισαγωγή υποψηφίων σε ορισμένα κολλέγια (Tanner & Rehage 1988:87).
Τα τεστ υψηλών οικονομικών συμφερόντων μπορούν να καθορίσουν το περιεχόμενο και τη μέθοδο διδασκαλίας αλλά και τη στάση απέναντι σε εκπαιδευτικούς σκοπούς και δραστηριότητες. Με δεδομένη την επιρροή τους, μπορεί «να γίνουν στόχοι ανταγωνιστικών ομάδων οι οποίες θέλουν να διατηρήσουν ή να εδραιώσουν μια συγκεκριμένη άποψη για το πώς πρέπει να είναι η εκπαίδευση και η κοινωνία» (Eckstein & Noah 1993:191, όπως αναφέρεται στη Wall 2005:29).
Για να έχει ένα τεστ υψηλών οικονομικών συμφερόντων θετική αναδραστική επίδραση πρέπει να πληροί πέντε όρους: Πρώτο, πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια, δηλαδή να περιγράφει ξεκάθαρα τι εξετάζεται. Δεύτερο, πρέπει να περιλαμβάνει «εύλογο περιεχόμενο», δηλαδή σημαντικές γνώσεις και δεξιότητες και όχι ανούσια ύλη. Τρίτο, πρέπει να περιλαμβάνει έναν επιτεύξιμο αριθμό στόχων. Τέταρτο, πρέπει να παρέχει διδακτική φώτιση, δηλαδή να ενθαρρύνει τους εκπαιδευτικούς να προγραμματίζουν αποτελεσματικές διδακτικές δραστηριότητες. Πέμπτο, πρέπει να συνοδεύεται από διδακτική υποστήριξη, δηλαδή να βοηθά τους εκπαιδευτικούς να το υλοποιήσουν. Πρέπει, για παράδειγμα, να περιγράφει την κάθε δεξιότητα, να υπάρχει ένα δείγμα, ανάλυση του ιδεατού τρόπου διδασκαλίας της κάθε δεξιότητας και παραδείγματα από χρήσιμες δραστηριότητες και ασκήσεις (Popham 1987:680-681, όπως αναφέρεται στη Wall 2005:35). Ωστόσο, τα τεστ υψηλών οικονομικών συμφερόντων έχουν και αρνητικές επιπτώσεις. Όσο περισσότερο χρησιμοποιείται ένας ποσοτικός δείκτης για τη λήψη κοινωνικών αποφάσεων, τόσο πιθανότερο είναι να διαφθείρει τις κοινωνικές διαδικασίες που σκοπεύει να ελέγξει. Όταν τα αποτελέσματα των τεστ σχετίζονται με σημαντικές αποφάσεις, τότε τείνουν να γίνονται αυτοσκοπός της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι εκπαιδευτικοί επικεντρώνουν τη διδασκαλία τους σε αυτά, και έτσι δημιουργείται μια παράδοση παρελθόντων τεστ, η οποία τελικά καθορίζει το πρόγραμμα διδασκαλίας. Στην κοινωνία, από την άλλη, όταν τα αποτελέσματα των τεστ θεωρούνται ο μοναδικός κριτής των μελλοντικών επιλογών εκπαίδευσης ή ζωής, τα τεστ αντιμετωπίζονται ως μοναδικός εκπαιδευτικός σκοπός και όχι ως ένας χρήσιμος, αλλά υποκείμενος σε σφάλμα, δείκτης επίδοσης. Επομένως, τα τεστ υψηλών οικονομικών συμφερόντων μεταφέρουν τον έλεγχο του προγράμματος μαθημάτων στο φορέα ο οποίος οργανώνει ή ελέγχει τις εξετάσεις (Madaus1988:88-97, όπως αναφέρεται στη Wall 2005:38).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα τεστ υψηλών οικονομικών συμφερόντων δημιουργούν περιορισμούς για τους εκπαιδευτικούς. Σε αντίθεση με τα εκπαιδευτικά ιδεώδη, κάνουν τους εκπαιδευτικούς να λειτουργούν σαν καπιταλιστές της ελεύθερης αγοράς «επενδύοντας» στους μαθητές οι οποίοι θα τους αποφέρουν το μεγαλύτερο κέρδος (Edelsky 2006:266). Όταν, πράγματι, το μέλλον ενός σχολείου εξαρτάται από τα αποτελέσματα τέτοιων τεστ, οι εκπαιδευτικοί θα δώσουν μεγαλύτερη σημασία στους μαθητές που είναι σε οριακό σημείο. Έτσι, δε θα δώσουν σημασία στους μαθητές που είναι πολύ κάτω από το όριο και δεν έχουν πολλές ελπίδες να φτάσουν τη βάση (Edelsky 2006:266).
Τέλος, οι Gabbard et al. (2004:124-128), αναφερόμενοι στην αμερικανική πραγματικότητα, υποστηρίζουν ότι τα τεστ υψηλών οικονομικών συμφερόντων έχουν τρεις αρνητικές συνέπειες στην εκπαίδευση γενικά, αλλά και ειδικότερα σε παιδιά που ανήκουν σε μειονότητες: Πρώτο, συμβάλλουν στη σχολική διαρροή. Δεύτερο, δημιουργούν το εξής παράδοξο: ενώ δημιουργούν οικονομικά κίνητρα στους μαθητές, δεν ευνοούν τα παιδιά των μειονοτήτων ούτε σε επίπεδο κινήτρου αλλά ούτε και σε επίπεδο ευκαιριών, αφού οι υποτροφίες εντέλει δίνονται σε μαθητές που ούτως ή άλλως θα πήγαιναν στο πανεπιστήμιο. Τέλος, έχουν ως αποτέλεσμα την έκπτωση της ποιότητας της εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά, και κυρίως για τα παιδιά που ανήκουν σε μειονότητες.
Βιβλιογραφία
Τσομπάνογλου Μ. (2007). Πρότυπο αξιολόγησης της εγκυρότητας δομής συστημάτων πιστοποίησης γλωσσομάθειας. Εφαρμογή του στο Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας του Επιπέδου Β2 της Αγγλικής Γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
- Davies A., Brown A., Elder C., Hill K., Lumley T., McNamara T. (1999). Dictionary of Language Testing. Cambridge: University of Cambridge Local Examinations Syndicate.
- Edelsky C. (2006). With literacy and justice for all. Hillsdale, N.J.: Lawrence Erlbaum Associates.
- Gabbard D., Wayne R. E., Mathison S. (2004). Defending Public Schools. Greenwood Publishing Group.
- Kiplinger V. L., Linn R. L. (2010). Raising the Stakes of Test Administration: The Impact on Student Performance on the National Assessment of Educational Progress. Educational Assessment, 3/2: 111-133.
- Tanner L. N., Rehage K. G. (1988). Critical Issues in Curriculum. National Society for the Study of Education.
- Wall D.
(2005). The Impact of High-stakes
Examinations on Classroom Teaching. Oxford: Oxford
University Press.