ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Διάλεκτος 

Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007) 

2. ΕΝΑΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ

2.1. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, σιγά σιγά το εξαιρετικά μεγάλο θεωρητικό χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στις πρακτικές της αρχαιοελληνικής διαλεκτολογίας (η οποία μέχρι την εξάλειψη των διαλέκτων συγχέεται με τη γλωσσολογία της αρχαίας ελληνικής) και τις πρακτικές της γλωσσολογίας των σύγχρονων γλωσσών. Για ιστορικούς λόγους, που θα ήθελε πολύ χρόνο να τους εκθέσω εδώ, η επιστήμη μας παρέκαμψε όλα τα γλωσσολογικά ρεύματα του 20ού αιώνα. Διερωτώμενη σπάνια για την πορεία της, εμπνεόμενη μεθοδολογικά στην καλύτερη περίπτωση από τη συγκριτική γλωσσολογία, όντας στην πράξη καθαρά φιλολογική και αδιαφορώντας ολοκληρωτικά για τον ομιλητή, ζει πάνω στις κατακτήσεις των Nεογραμματικών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Yστερεί επίσης σε δύο βασικά σημεία: έχει λησμονήσει το κάλεσμα των μεγάλων προγόνων να λάβει υπόψη της τον ομιλητή και να εξετάσει πώς λειτουργούν οι σύγχρονες γλώσσες.

2.2. H ανανέωσή της περνά μέσα από την ενσωμάτωση των συμβολών της σύγχρονης γλωσσολογίας. Aυτό συνεπάγεται ορισμένες προϋποθέσεις.

2.2.1. Kαθώς δεν διαθέτουμε πρόσβαση στις διαλέκτους που μελετούμε παρά μέσω του γραπτού λόγου, η καλή φιλολογική συγκρότηση αποτελεί, φυσικά, το απαραίτητο υπόβαθρο. Δεν ωφελεί σε τίποτα να εφαρμόσουμε νέες προσεγγίσεις, αν αυτές πρέπει να εφαρμοστούν σε δεδομένα αβέβαια ή ανεπαρκή. Eίναι η περίπτωση, π.χ., του V. Bubenik με το έργο του Hellenistic and Roman Greece as a Sociolinguistic Area (1989). Δεν μπορούμε παρά να χειροκροτήσουμε τη βούλησή του να τοποθετήσει το αντικείμενο της έρευνάς του στον κοινωνικό άξονα· αλλά, όπως λέει και το λαϊκό ρητό "qui trop embrasse, mal étreint" (δεν μπορείς να κρατήσεις δυο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη ή όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα (κυρ.: όποιος σφιχταγκαλιάζει, πνίγει)): εξαιτίας του εύρους του πεδίου που επιχείρησε να καλύψει (όλος ο ελληνικός κόσμος από το 300 π.X. έως το 300 μ.X.), οι πληροφορίες που έχει ο Bubenik είναι πολύ συχνά ανεπαρκείς για να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα.

2.2.2. O Bubenik, ακόμη και αν είχε το κουράγιο και τη δύναμη να διατρέξει όλη τη βιβλιογραφία που δημιουργήθηκε με βάση τις γλωσσικές περιστάσεις των έξι αιώνων που κάλυπτε η έρευνά του, δεν θα ολοκλήρωνε τους μόχθους του· σίγουρα θα διαπίστωνε ότι αυτές οι περιστάσεις ήταν τις περισσότερες φορές ελάχιστα γνωστές: ανεπαρκείς μαρτυρίες στη μία περίπτωση, πολύ όψιμες στην άλλη, αλλού άνισα κατανεμημένες στον χρόνο και τον χώρο, αλλά κυρίως έλλειψη θεωρητικών περιγραφικών εργαλείων.
H διαλεκτολογική παραγωγή συνίσταται πολύ συχνά σε μερικές έρευνες, καθώς αφορά πότε ένα μόνο κείμενο ή ένα μόνο χαρακτηριστικό. Προτεραιότητα, επομένως, θα πρέπει να δοθεί στις διαλεκτολογικές μονογραφίες και στις διερευνητικές τομές σε βάθος.
Για να είναι αποτελεσματικές αυτές οι μονογραφίες και έρευνες, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλα όσα είναι γνωστά για το γλωσσικό, γεωγραφικό και ιστορικό περιβάλλον τής υπό εξέταση διαλέκτου.

2.2.3. Tέλος, μια τελευταία προϋπόθεση: η ελληνική δεν είναι μια νεκρή γλώσσα, αλλά μια γλώσσα ζωντανή, με μαρτυρίες που καλύπτουν 3,5 χιλιετίες και, επομένως, ο ερευνητής πρέπει να γνωρίζει τα διαφορετικά στάδια εξέλιξής της. Aν δεν διαθέτει αυτή την καλλιέργεια, υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει κληρονομημένο κάποιο στοιχείο που είναι προϊόν εξέλιξης (πρβ. το αργολικό τοσι στο Dubois, 1988 I, 101), να θεωρήσει διαλεκτικό κάποιο χαρακτηριστικό που ανήκει στην κοινή (κλίση του τύπου Περικλῆς / -ῆν /-ῆ, passim), ή να μην αναγνωρίσει στο λημόνησα (*ἐλησμόνησα, MAMA IV 285, στην κοινή) την πρώτη εμφάνιση του νεοελληνικού λησμονώ.

2.3. Αναγκαίο υπόβαθρο συνιστά ―είναι ανάγκη άραγε να το υπενθυμίσουμε;― μια εξαντλητική και άψογη φιλολογικού τύπου δουλειά, δηλαδή ένα σώμα δεδομένων που θα συγκροτηθεί σωστά ως προς τη γραφηματική τους υπόσταση. Δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να περιοριστούμε σε αυτό για την περιγραφή της διαλέκτου, έργο που απαιτεί, στην πραγματικότητα, την εφαρμογή ενός αριθμού θεωρητικών προϋποθέσεων, τις οποίες θα περιοριστώ να απαριθμήσω εδώ με συντομία.

2.3.1. Δεν μπορούμε, προφανώς, να περιοριστούμε στη γραπτή μορφή· πρέπει να αγγίξουμε την ομιλούμενη γλώσσα, αυτή που ζει, λειτουργεί και εξελίσσεται. Δηλαδή, η αποκωδικοποίηση της γραφής σημαίνει κυρίως: α) τη μη σύγχυση γράμματος και φωνήματος (θα μιλάμε για την αποβολή όχι του δίγαμμα αλλά του /w/ ή του /v/)· β) τη γνώση των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ γραπτού και προφορικού κώδικα, οι οποίοι ενδέχεται να είναι τελείως διαφορετικοί (πρβ. τη μορφολογία του πληθυντικού στη γαλλική, γραπτή και προφορική)· γ) την πιθανή πολυμορφία της στάσης που έχει η ίδια η γλώσσα, γραπτή ή προφορική, απέναντι στην υπόσταση [status] της υπό εξέταση μονάδας (προστασία μορφημάτων, για παράδειγμα).

2.3.2. H γλώσσα είναι φτιαγμένη από μονάδες όχι μεμονωμένες, αλλά δομημένες, δηλαδή αλληλεξαρτώμενες. H έννοια του συστήματος είναι αναγκαία για τη συγχρονική περιγραφή, αναγκαία και όταν περνάμε από μία φάση της γλώσσας σε άλλη (εφόσον το σύστημα B εξαρτάται αναγκαστικά από το σύστημα A που προηγήθηκε). Mπορεί να αποτελέσει επίσης σημαντικό ευρετικό εργαλείο: όταν διαπιστώνουμε (σε επίπεδο γραφής) "ίχνη" εξέλιξης σε ένα στοιχείο μιας σειράς, τότε υπάρχει πιθανότητα να έχουν επηρεαστεί και τα υπόλοιπα στοιχεία της σειράς αυτής κατά τον ίδιο τρόπο και πρέπει να αναζητήσουμε ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση· για παράδειγμα, αν σε κάποια συμφραζόμενα το /th/ τρέπεται σε [θ], τα /ph/ και /kh/ θα τραπούν αντίστοιχα σε [f] και [x]. Eδώ εντοπίζεται ένα ακόμη επιχείρημα εναντίον των μερικών μελετών και υπέρ των μονογραφιών και των ερευνών [βολιδοσκοπήσεων] με κάποιο εύρος.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:41