ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της [Δ5] 

Χρήστος Τζιτζιλής (2001) 

Κείμενο 2: Browning, R. 1995. Η ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα. 2η έκδ. Αθήνα: Παπαδήμας, σελ. 167-178, © Παπαδήμας.

Μπορούμε τώρα να στραφούμε στην ιστορία των ελληνικών διαλέκτων. Όταν η κοινή έγινε η γλώσσα της τεράστιας πλειοψηφίας των ομιλητών της ελληνικής, από τη Σικελία ως τα ιρανικά σύνορα, δύο τάσεις δρούσαν συνεχώς. Από τη μια, υπήρχε η φυσική τάση μιας γλώσσας που μιλιόταν σε μια ευρεία περιοχή να αναπτύξει τοπικές διαφορές, που στην περίπτωση της ελληνικής μπορεί να ενδυναμώθηκε από μακρές περιόδους διγλωσσίας σε μερικές περιοχές και από τις συνακόλουθες επιδράσεις του γλωσσικού υποστρώματος πάνω στην ελληνική που μιλιόταν εκεί. Αυτό θα συνέβαινε ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία, ο εξελληνισμός της οποίας ήταν μια πολύ βραδεία διαδικασία, παρά την πρώιμη εγκαθίδρυση μεγάλου αριθμού ελληνικών πόλεων στα παράλια και στο εσωτερικό. Από την άλλη, υπήρχε η ενοποιητική επίδραση της κοινής λογοτεχνικής γλώσσας, της συχνής και εύκολης επικοινωνίας ανάμεσα στα διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, της συνειδητής προσπάθειας του σχολείου να διατηρήσει την ομοιομορφία σ' ένα επίπεδο, της εκκλησίας -με την κοινή της γλώσσα της λειτουργίας και του κηρύγματος- και όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ομοιογένεια σ' ένα συγκεντρωτικό κράτος που οι ομοιογενείς θεσμοί του απολάμβαναν μεγάλο κύρος. Σε περιοχές όπου η ελληνική ήταν για αιώνες η γλώσσα ολόκληρου του πληθυσμού, δηλ. στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά, στη δυτική παραλία της Μικράς Ασίας και στη Σικελία και τη νότια Ιταλία, η κοινή που μιλιόταν ιδιαίτερα στα πιο απομακρυσμένα μέρη της υπαίθρου ή ανάμεσα στα μέλη κάθε κλειστής ομάδας, ίσως να παρουσίαζε ακόμη ισχυρά ίχνη της αρχαίας ελληνικής διαλέκτου της περιοχής. Αυτό που πρέπει να αναζητούμε στην προσπάθειά μας να εγκαθιδρύσουμε την αρχή και την πρώιμη ιστορία των νεότερων διαλέκτων είναι περιστάσεις κατά τις οποίες κάποια περιοχή ήταν σε κάποιο βαθμό αποκομμένη από την υπόλοιπη ελληνόφωνη κοινότητα κι έτσι εξασθένησε η τάση προς την ομοιομορφία.

Μια τέτοια κατάσταση θα δημιουργήθηκε από την εισβολή και τη μερική εποίκηση της Πελοποννήσου από τους Σλάβους στις τελευταίες δεκαετίες του 6ου και τον πρώιμο 7ο αιώνα. Οι πηγές μας μιλούν για γενικές μετακινήσεις πληθυσμού και μια πηγή, ένα χρονικό μεγάλου ενδιαφέροντος αλλά αβέβαιης αξιοπιστίας, μιλά για μετανάστευση βοσκών από τη Λακωνία στην ορεινή περιοχή κοντά στη Μονεμβασιά, βοσκών που οι απόγονοί τους ονομάζονταν Τσάκωνες. Κατά πόσο αυτό είναι μια γνήσια λαϊκή παράδοση ή μια λόγια κατασκευή είναι αμφισβητήσιμο σημείο. Όπως κι αν έχει το ζήτημα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σλαβικές εισβολές ανάγκασαν πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους της Πελοποννήσου να αποσυρθούν στις ελάχιστα προσιτές περιοχές και σ' αυτές που μπορούσαν πιο εύκολα να υπερασπιστούν. Τα άγρια βουνά της Τσακωνιάς είναι ακριβώς μια τέτοια περιοχή. …Το πιο μεγάλο μέρος του εσωτερικού της Πελοποννήσου απομακρύνθηκε δραστικά από τον βυζαντινό έλεγχο μέχρι την αρχή του 9ου αιώνα, αν και η βυζαντινή απαίτηση για επικυριαρχία φυσικά δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ. Η Τσακωνιά, αν και παράκτια περιοχή, δεν έχει λιμάνι, αλλά μια επικίνδυνη και απειλητική ακτή· πρέπει να θεωρηθεί μέρος τη ενδοχώρας. Γνωρίζουμε ότι απ' όλες τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους η δωρική της Πελοποννήσου ήταν εκείνη που επέζησε τον περισσότερο χρόνο στα χείλη των χωρικών. Στις πιο απόμακρες περιοχές της Πελοποννήσου φαίνεται εκ των προτέρων πιθανό ότι ακόμα και τόσο αργά στον 6ο αιώνα μιλιόταν μια πολύ δωρίζουσα κοινή, αν όχι γνήσια δωρική, γλώσσα. Για δυο αιώνες οι ορεινοί κάτοικοι της Τσακωνιάς θα πρέπει ουσιαστικά να αποκόπησαν από την υπόλοιπη ελληνόφωνη κοινότητα και η διάλεκτός τους θα πρέπει να είχε αναπτυχθεί χωρίς την παρουσία των τάσεων για ομοιομορφία που επικρατούσαν αλλού. Στις συγκυρίες αυτές θα πρέπει να αποδώσουμε την αρχή της τσακωνικής διαλέκτου και την απομονωμένη θέση της ανάμεσα στις διαλέκτους της νέας ελληνικής λόγω του ότι σε κάποια έκταση είναι ο απόγονος μιας από τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής. Η μεγάλη απόσταση και η δυσκολία πρόσβασης της πατρίδας έχουν ως σήμερα εμποδίσει την τσακωνική διάλεκτο να αντικατασταθεί από μια από τις γειτονικές διαλέκτους ή από την κοινή δημοτική, αν και δεν έχουν εμποδίσει την τσακωνική να δεχθεί επιδράσεις από αυτές τις ποικιλίες της ελληνικής…

Οι εισβολές και η εγκατάσταση των Σελτζούκων Τούρκων στις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα έβαλαν για πάντα ένα τέλος στη βυζαντινή δύναμη στο μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού της Μικράς Ασίας. Περιοχές ανακτήθηκαν και χάθηκαν ξανά και έγιναν σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμού. Η ελληνική εκκλησία εξακολούθησε να υπάρχει, δίνοντας κάποιο είδος πολιτισμικής ενότητας στις φθίνουσες ελληνικές κοινότητες, αλλά γενικά οι συνθήκες ευνοούσαν τη διαφοροποίηση των διαλέκτων και τη διατήρηση ιδιομορφιών πιο πολύ από την ομοιομορφία. Είναι αλήθεια ότι το μεγαλύτερο μέρος του Πόντου δεν καταλήφθηκε πραγματικά από τους Σελτζούκους. Ο Πόντος όμως ήταν απομονωμένος από την υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία, ήταν ουσιαστικά ανεξάρτητος στη διάρκεια ενός τμήματος του 12ου αιώνα κάτω από τους δυνάστες της οικογένειας Γαβρά και από την αρχή του 13ου αιώνα ως τα μέσα του 15ου αποτέλεσε την ανεξάρτητη αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Οι Έλληνες του Πόντου ζούσαν μια ιδιόμορφη συνοριακή ζωή, πολεμώντας με τους νομάδες Τουρκομάνους για τα ορεινά λιβάδια της Ματζούκας και είχαν λίγη επαφή με τις κύριες περιοχές του ελληνικού εποικισμού δυτικότερα. Η εισβολή των Σελτζούκων και η μετέπειτα οθωμανική κατάκτηση ήταν σίγουρα σημαντικοί παράγοντες για τη συνεχιζόμενη διαφοροποίηση ανάμεσα στις διαλέκτους του ελληνικού κόσμου. Πολλοί είχαν τη γνώμη ότι έδωσαν μια επαρκή εξήγηση της σημερινής κατάστασης των διαλέκτων. Ωστόσο είναι αμφίβολο κατά πόσο δίνουν αρκετή πίστωση χρόνου για την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών που διακρίνουν τις διαλέκτους της Μικράς Ασίας. Ήδη τον 12ο αιώνα ο Ευστάθιος αναφέρει έναν χαρακτηριστικό ποντιακό τύπο. Ατυχώς δεν έχουμε ουσιαστικά καμιά μαρτυρία για την κατάσταση των διαλέκτων της Μικράς Ασίας από τότε ίσαμε τον πρώιμο 19ο αιώνα και έτσι δεν μπορούμε να πούμε πότε απόκτησαν την παρούσα μορφή τους. Φαίνεται πιθανό ότι οι αραβικές εισβολές του 7ου και 8ου αιώνα μαζί με τις τοπικές ιδιαιτερότητες της κοινής ελληνικής στη Μικρά Ασία εξασφάλισαν τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο λόγος των περιοχών αυτών άρχισε να διαφοροποιείται σημαντικά από την ομιλούμενη κοινή. Η Καππαδοκία, όπου βρισκόταν ο μεγαλύτερος από τους ελληνικούς θύλακες στη Μικρά Ασία ως το 1922-3, ήταν σ' εκείνους τους κρίσιμους αιώνες συνοριακή περιοχή, όπου μουσουλμάνοι και χριστιανοί, άνθρωποι των συνόρων, διατηρούσαν μια ανήσυχη ειρήνη που διακοπτόταν πότε πότε από επιδρομές και αντίποινα. Έτσι έχουμε μια μακρά περίοδο που αρχίζει στα μέσα του 7ου αιώνα όταν οι Έλληνες της περιοχής αυτής ήταν ως ένα βαθμό απομονωμένοι από τους συντρόφους τους. Το ίδιο αληθεύει για τον Πόντο, που από τα τέλη του 6ου αιώνα υπόκεινταν σε περσικές και αργότερα αραβικές εισβολές και συνεχώς απειλούνταν από τους Λαζούς της Ιβηρίας.

Το 647 ο Μωαβιά, ο άραβας κυβερνήτης της Συρίας, καθέλκυσε τον νεόκτιστο αραβικό στόλο εναντίον της Κύπρου, κατέλαβε την πρωτεύουσα Κωνσταντία και για λίγο έγινε κύριος του νησιού. Ύστερα από μια περίοδο αραβικής κατοχής, η διάρκεια της οποίας δεν είναι ακριβής, υπογράφτηκε μια συνθήκη μεταξύ της βυζαντινής κυβέρνησης και του χαλιφάτου, με την οποία η Κύπρος αποστρατικοποιήθηκε και περιήλθε στην κοινή επικυριαρχία των δύο κρατών, που διαμοίρασαν τον ετήσιο φόρο μεταξύ τους. Η συγκυριαρχία αυτή, που κάποτε διακοπτόταν από εφήμερες εχθροπραξίες, διάρκεσε ως το 965, όταν η Κύπρος ενσωματώθηκε και πάλι στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Αυτοί οι αιώνες της σχετικής απομόνωσης είναι πιθανό και η περίοδος κατά την οποία η κυπριακή διάλεκτος άρχισε να ακολουθεί διαφορετικό μονοπάτι ανάπτυξης από τα ελληνικά των πιο κεντρικών περιοχών. Με την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία τον 14o αιώνα είχαν ήδη καθιερωθεί τα περισσότερα από τα σημερινά χαρακτηριστικά της.

Τα Δωδεκάνησα, όπως η Κύπρος, για πολύ καιρό ήταν ένα είδος ουδέτερης γης ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Άραβες, και πιθανόν τότε καθιερώθηκαν και τα κύρια διακριτικά χαρακτηριστικά των ιδιωμάτων τους -που έχουν πολλά κοινά με το κυπριακό. Επιπρόσθετα μερικά από τα ίδια τα νησιά, όπως η Κάρπαθος, για πολύ καιρό ήταν αποτελματωμένα, έξω από το κύριο ρεύμα της ζωής στην ύστερη ρωμαϊκή και πρώιμη βυζαντινή αυτοκρατορία, χωρίς να είναι σημαντικά ούτε για τον πόλεμο, ούτε για το εμπόριο, ούτε για τον φόρο που προμήθευαν. Αναμφίβολα η κοινή ελληνική που μιλιούνταν εκεί πριν από την άφιξη των Αράβων είχε ένα παράξενο και αρχαϊκό χρωματισμό και ίσως να είχε διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά -όχι όμως και ολόκληρες δομές- που κληροδοτήθηκαν από την ομιλούμενη εκεί διάλεκτο πριν από την εξάπλωση της κοινής.

Η αραβική κατοχή της Κρήτης ήταν μεταγενέστερη και συντομότερη από της Κύπρου. Η νήσος καταλήφθηκε από Άραβες μετανάστες από την Ισπανία, που εγκαταστάθηκαν για λίγο στην Αίγυπτο το 823 ή το 825, και παρέμεινε στα χέρια των Αράβων μέχρι την ανακατάληψή της από τον Νικηφόρο Φωκά το 967. Πολύ λίγα γνωρίζουμε για τη ζωή του ελληνικού πληθυσμού στην αραβοκρατούμενη Κρήτη. Αλλά σίγουρα δεν υπήρχε μεγάλη επικοινωνία με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η περίοδος αυτής της κατάκτησης πιθανόν να είναι κρίσιμη για την καθιέρωση των χαρακτηριστικών τα οποία ξεχωρίζουν την κρητική διάλεκτο, που είναι πολύ λιγότερο αρχαϊκή από τις διαλέκτους της Κύπρου ή των Δωδεκανήσων. Αναμφίβολα ήδη πριν από το 823 η γλώσσα της Κρήτης, που δεν διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στη ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχε αρχίσει να αναπτύσσει τα δικά της χαρακτηριστικά.

Tώρα υπάρχουν δύο μόνο μικροσκοπικοί θύλακες ελληνικής γλώσσας στη νότια Iταλία. Λίγους αιώνες πρωτύτερα η έκτασή τους ήταν πολύ μεγαλύτερη. Aκόμα πιο παλιά ακούει κανείς για ελληνικά που μιλιούνταν σε πολλά μέρη της νότιας Iταλίας. Eίναι λοιπόν σαφές ότι υπήρχε σημαντική μετανάστευση από την Eλλάδα κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Tον 8ο αιώνα ακούμε από τη διοίκηση των εικονομάχων αυτοκρατόρων για πρόσφυγες -ως επί το πλείστον μοναχούς και έτσι δεν είναι πιθανό ότι συνέβαλαν σταθερά στο δημογραφικό σχήμα- όπως και για φυγάδες από τη δυτική Πελοπόννησο και από αλλού στη διάρκεια των αβαρικών και σλαβικών εισβολών στο τέλος του 6ου και τον 7ο αιώνα. Kαι κατά τη βυζαντινή ανάκτηση στα τέλη του 9ου και τον 10ο αιώνα έγιναν αρκετές εγκαταστάσεις Eλλήνων από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας σε περιοχές που πάρθηκαν από τους Άραβες, ή μερικές φορές από τους Λομβαρδούς. Mελετητές της ελληνικής γλώσσας στην Iταλία τον 19ο αιώνα υπέθεσαν ότι οι θύλακες που σώζονταν ήταν οι απόγονοι του εποικισμού που έγινε στους βυζαντινούς χρόνους και κοίταζαν στις διαλέκτους της ηπειρωτικής Eλλάδας -πολύ συχνά και μάταια- για παράλληλα προς τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά των ελληνικών της Bova και του Otranto. Eίναι τώρα σαφές, ιδίως από τις έρευνες των Rohlfs και Caratzas, ότι η γλώσσα των θυλάκων αυτών είναι ο απόγονος, όχι της γλώσσας των βυζαντινών μεταναστών, αλλά των Eλλήνων αποίκων της Mεγάλης Eλλάδας. Mε άλλα λόγια τα ελληνικά δεν έσβησαν ποτέ εντελώς στη νότια Iταλία, αν και η περιοχή στην οποία μιλιούνταν περιορίστηκε πολύ από την προέλαση της λατινικής. Όταν έφτασαν οι βυζαντινοί μετανάστες βρήκαν ελληνόγλωσσους χωρικούς που σε μερικές περιοχές ήταν ακόμη εγκατεστημένοι στη γη, η γλώσσα των οποίων ήταν μια ανεξάρτητη ανάπτυξη του ιδιώματος της μεγάλης Eλλάδας στην ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και αναμφίβολα μια επαρχιακή ποικιλία της κοινής με έναν έντονο διαλεκτικό χρωματισμό. Mόνο με την υπόθεση αυτή μπορεί να εξηγηθεί η παρουσία τόσο πολλών αρχαϊκών χαρακτηριστικών που δεν βρίσκονται σε καμιά άλλη ελληνική διάλεκτο. Kαι δεν υπάρχει τίποτε ασυμβίβαστο μ' αυτή στην ισχνή ιστορική έκθεση. Eδώ έχουμε λοιπόν μια ελληνόφωνη κοινότητα απομονωμένη από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο ουσιαστικά από την εποχή του θανάτου του Θεοδοσίου, το 395, με μια σύντομη επανενσωμάτωση ανάμεσα στην επανάκτηση του Iουστινιανού και στην αύξηση της δύναμης των Λομβαρδών και των Aράβων, και πάλι στη βυζαντινή ανακατάληψη τον 10ο και 11ο αιώνα, απομακρυσμένη πάντοτε από τα κέντρα δύναμης και κουλτούρας. Aυτές ήταν οι συνθήκες που βοήθησαν τη διαμόρφωση των αρχαϊκών, με τις αποκλίσεις τους, ελληνικών διαλέκτων, των δίγλωσσων τώρα κατοίκων των δύο θυλάκων στο δάκτυλο και τη φτέρνα της Iταλίας.

Είναι πιο δύσκολο να προσδιορίσουμε τις περιστάσεις μέσα στις οποίες καθιερώθηκαν οι διαφορές μέσα στην ηπειρωτική ομάδα των διαλέκτων. Η ιδιόμορφη συμπεριφορά των ατόνων φωνηέντων στα βόρεια ιδιώματα έχει συνδεθεί με τις εκτεταμένες εγκαταστάσεις Αλβανών στη βόρεια Ελλάδα στον ύστερο μεσαίωνα. Αλλά πέρα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει όμοιο χαρακτηριστικό στην αλβανική, πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα στα τονισμένα και άτονα φωνήεντα στη βόρεια ελληνική πριν από τον 12ο αιώνα, ενώ η αλβανική εποίκηση δεν έγινε μαζική παρά τον 14ο αιώνα. Η σλαβική επίδραση είναι μια πιθανή εξήγηση, αφού σημαντικές περιοχές της βόρειας Ελλάδας καταλήφθηκαν κατά περιόδους από τους Βουλγάρους και σε μερικά βουλγαρικά ιδιώματα υπάρχει σήμερα μια παρόμοια διαφοροποίηση ανάμεσα σε τονιζόμενα και άτονα φωνήεντα. Άλλες αιτίες που προτείνονται είναι η επίδραση ενός δυναμικού τονισμού και μια συνέχιση της τάσης να στενεύουν μερικά φωνήεντα, τάση που φαίνεται ήδη στη θεσσαλική διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής. Μια όμοια, αλλά όχι ταυτόσημη, διάκριση στη συμπεριφορά ανάμεσα στα τονιζόμενα και στα άτονα φωνήεντα βρίσκουμε σε μερικά ιδιώματα της Μικράς Ασίας, όπου πιθανόν έχει εντελώς ανεξάρτητη καταγωγή. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η μακροχρόνια λατινική κατοχή του μεγαλύτερου μέρους της ηπειρωτικής Ελλάδας και πολλών νησιών των Κυκλάδων ενθάρρυνε τη διαλεκτική διαφοροποίηση, καθώς κατέβηκε το γόητρο της γλώσσας της μητρόπολης και διακόπηκε κατά ένα μεγάλο μέρος το παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι ιδιαιτερότητες των ουσιαστικά τώρα εξαφανισμένων ιδιωμάτων των Μεγάρων, της Αίγινας, της Αθήνας και της Κύμης στην Εύβοια, που περιλάμβαναν απεικόνιση του αρχαίου ελληνικού υ με το u, ίσως θα πρέπει να εξηγηθούν ενμέρει από το γεγονός ότι για αιώνες ήταν ελληνόφωνοι θύλακες σε μια περιοχή πυκνής εγκατάστασης Αλβανών. Αλλά τα αρχαϊκά τους χαρακτηριστικά δεν μπορούν να εξηγηθούν εξολοκλήρου από αυτήν της σχετικά πρόσφατη απομόνωση. Οι γραμμές που ακολουθούνται από μερικά ισόγλωσσα σήμερα είναι το αποτέλεσμα μετακινήσεων πληθυσμών στην τουρκική περίοδο. Για παράδειγμα, ο βόρειος χαρακτήρας της διαλέκτου της Σάμου οφείλεται στην εγκατάσταση εκεί πολλών μεταναστών από τη βόρεια Ελλάδα.

[…]

Είναι σαφές ότι οι ελληνικές διάλεκτοι συχνά δείχνουν στη δομή τους το είδος των αποκλίσεων, οι οποίες κατά την απουσία ενοποιητικών παραγόντων μπορούσαν να προκαλέσουν τη δημιουργία μιας ομάδας γλωσσών τόσο διαφορετικών όσο και η ρωμανική ή η σλαβική οικογένεια. Οι ενοποιητικοί παράγοντες ήταν πάντοτε ισχυροί: η πολιτική και πολιτιστική ενότητα που καλλιεργούσε ή επέβαλλε η βυζαντινή αυτοκρατορία, η έννοια της ταυτότητας της ομάδας σε αντίθεση με τους Μουσουλμάνους, τους Αρμένιους, τους Σλάβους, ή τους Λατίνους της δύσης, που με τον καιρό έγινε μια έννοια εθνικής ταυτότητας, η επίδραση της εκπαίδευσης, οι μετακινήσεις των ατόμων και των ομάδων μέσα στον ελληνόγλωσσο κόσμο. Στα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί περαιτέρω παράγοντες που ευνοούν την ενότητα: καθολική στοιχειώδης εκπαίδευση, στρατιωτική υπηρεσία, βελτίωση των δρόμων και των μεταφορών, η επιρροή των μέσων μαζικής επικοινωνίας όπως ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, και πάνω απ' όλα η ταχεία μετακίνηση του πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις. Ολόκληρες περιοχές, όπως η Μάνη, κατοικούνται μόνο αραιά και σχεδόν αποκλειστικά από τους ηλικιωμένους. Σε πολλά μικρά νησιά η μετανάστευση είναι ο κανόνας και για τους άντρες και για τις γυναίκες όταν ενηλικιώνονται. Το αποτέλεσμα είναι η ταχεία εξαφάνιση πολλών ελληνικών διαλέκτων, που μόνο μια γενιά πρωτύτερα ήταν σε πλήρη χρήση. Οι πιο πολλές από τις διαλέκτους της κεντρικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου έχουν αντικατασταθεί από την ΚΝΕ με λιγότερο ή περισσότερο τοπικό διαλεκτικό χρωματισμό. Το ίδιο αληθεύει για τις διαλέκτους που μιλιούνται στα Ιόνια νησιά, στα Κύθηρα και στα μικρότερα νησιά του Αιγαίου. Η διαλεκτική γλώσσα διατηρείται καλύτερα στη βόρεια Ελλάδα και στα μεγαλύτερα νησιά όπως η Κρήτη, η Ρόδος και η Χίος. Αλλά ακόμα κι εκεί όλες οι τάξεις δεν χρησιμοποιούν πια τη διάλεκτο για την ανεπίσημη επικοινωνία ανάμεσά τους· η χρήση της διαλέκτου περιορίζεται κυρίως στα χωριά. Μόνο στην Κύπρο η τοπική διάλεκτος (που έχει διάφορες τοπικές παραλλαγές) είναι το καθολικό μέσο της ανεπίσημης επικοινωνίας.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20