Παράλληλη αναζήτηση
81.055 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -α 4 & -ά : κατάληξη ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: χαρά· ώρα, βελόνα, μητέρα, αντίκα· θάλασσα.
[κατάλ. αρχ. πρωτόκλιτων θηλ. σε -α, -ά: αρχ. χαρά, θάλασσα & μσν. -α μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για εξομάλ. της κλίσης: αρχ. ἡ μήτηρ, αιτ. τήν μητέρα και νέα ονομ. μσν. η μητέρα & μσν. -α < αρχ. -η, μεταπλ. αναλ. προς άλλα θηλ. -α: αρχ. χελώνη > μσν. χελώνα & ιταλ. θηλ. επίθημα -a με βάση ζευγάρια δάνειων συγγ. λ.: λίμ-α - λιμ-άρω < ιταλ. lima - limare και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: λιμουζίνα < γαλλ. limousin(e) -α]
- -α 5 & -ά : κατάληξη ουδέτερων περιληπτικών ουσιαστικών πληθυντικού αριθμού: 1. όσπρια, γυαλικά, πιατικά, πουλερικά, χορταρικά. 2. (επιστ.) περιληπτική ονομασία οικογένειας ή γενικά μεγάλης κατηγορίας ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά: μαστόδοντα, μονοκοτυλήδονα, ορθόπτερα.
[κατάλ. ουδ. πληθ. -α, -ά]
- -α 6 & -ά : κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών πληθυντικού αριθμού. 1. σε παρατακτικά σύνθετα: αμπελοχώραφα, γιδοπρόβατα. 2. σε ουσιαστικοποιημένα ουδέτερα επίθετα: ρηχά, ψιλά, ελληνικά, κινέζικα, οικονομικά.
[πληθ. του -ο 1]
- -α 7 & -ά : επίθημα για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα· (πρβ. -ως): 1α. σε -ος / -ός: (άσχημος) άσχημα, (ξυστός) ξυστά, (όμορφος) όμορφα, (ωραίος) ωραία. β. σε -ύς: (βαθύς) βαθιά, (παχύς) παχιά. 2α. συχνά παράλληλα με τύπο σε -ως / -ώς: (καλός) καλά και καλώς, (κακός) κακά και κακώς, (άσχετος) άσχετα και ασχέτως. β. μερικές φορές με διαφορετική σημασία από το αντίστοιχο επίρρημα σε -ως: (έκτακτος) έκτακτα και εκτάκτως, (ευχάριστος) ευχάριστα και ευχαρίστως.
[αρχ. κατάλ. ουδ. πληθ. επιθ. -ά με επιρρ. χρήση: αρχ. συχνά, καλά (επίσης αρχ. ουδ. επιθ. συχνόν, καλόν με επιρρ. χρήση) που εξελίχθηκε σε επίθημα κατά την ελνστ. εποχή και αντικατέστησε το αρχ. επίθημα επιρρ. -ῶς για διάκρ. από τα αντίστοιχα επίθετα σε -ός μετά τη σύμπτ. της προφ. του ο και του ω (δες Ω)]
- -αγωγός 1 [aγoγós] : το ουσ. αγωγός ως β' συνθετικό σε σύνθετα προσδιοριστικά ουσιαστικά· δηλώνει αγωγό κατάλληλο για τη μεταφορά ή διοχέτευση αυτού που υπονοεί το α' συνθετικό: αερ~, αερι~, γαλακτ~, καπν~, πετρελαι~, υδατ~. || φωτ~.
[λόγ. < αρχ. -αγωγός (< ἄγω) ως β' συνθ.: αρχ. ὁπλιτ-αγωγός, ελνστ. ὑδρ-αγωγός `υδραγωγείο΄]
- -αγωγός 2 θηλ. -αγωγός [aγoγós] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει αυτόν που είναι επιφορτισμένος με την εκπαίδευση των ατόμων που υπονοεί το α' συνθετικό: νηπι~, παιδ~.
[λόγ. < αρχ. -αγωγός (< ἄγω) ως β' συνθ.: αρχ. παιδ-αγωγός (δες λ.)]
- -άδικο 1 [áδiko] : (οικ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν την οικογένεια ή το σπίτι, τη συνοικία ή το συνοικισμό όπου κατοικεί το πρόσωπο που δίνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -αίικο, -ιώτικο): (Nοταράς) Nοταράδικο.
[< -άδικο
22]
- -άδικο 2 : επίθημα ουδέτερων τοπικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει: 1. κατάστημα στο οποίο μπορεί κανείς να βρει για αγορά ή γενικά για κατανάλωση αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικο 1): (μακαρόνια) μακαρονάδικο, (ούζο) ουζάδικο, (σάντουιτς) σαντουιτσάδικο, (φαγητά - φαγιά) φαγάδικο, (φαστφούντ) φαστφουντάδικο. || χωρίς να συνδέεται, ακόμη και όταν υπάρχει, με ανάλογο επαγγελματικό ουσιαστικό σε -άς 1: αρβυλάδικο, γαλατάδικο, παντοφλάδικο, παπουτσάδικο, σποράδικο. 2. κτίριο, εργαστήριο και γενικά χώρο κατάλληλο για - ή σχετικό με- αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μοδίστρα) μοδιστράδικο, (τρελός) τρελάδικο.
[θ. σε -αδ- ανισοσύλλαβων αρσ. επαγγελμ. ουσ. σε -άς με προσθήκη του επιθήματος -ικο: ψωμαδ- (ψωμάς) > ψωμάδ-ικο με επέκτ. σε άλλα ουσ.: μοδιστρ-άδικο]
- -άδικος -άδικη -άδικο [áδikos] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ικος): (ψαράς) ψαράδικος, (σφουγγαράς) σφουγγαράδικος, (ραγιάς) ραγιάδικος, (φουκαράς) φουκαράδικος.
[θ. σε -αδ- ανισοσύλλαβων αρσ. ουσ. σε -άς με προσθήκη του επιθήματος -ικος: ψαραδ- (ψαράς) > ψαράδ-ικος]
- -αδόρος [aδóros] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. τεχνίτη ειδικευμένο στο χειρισμό του εργαλείου, μηχανήματος κτλ. που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή στην εργασία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (τόρνος) τορναδόρος, (λούστρο) λουστραδόρος, (ρεκλάμα) ρεκλαμαδόρος. || εργαλείο, μηχάνημα κτλ. καθώς και τον ειδικευμένο τεχνίτη που το χειρίζεται: γρασαδόρος. 2. (προφ.) πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα ή επιδεξιότητα να κάνει αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (κόλπο) κολπαδόρος, (κομπίνα) κομπιναδόρος, (σουλάτσο) σουλατσαδόρος, (τσίλια) τσιλιαδόρος. || (τάβλι) ταβλαδόρος.
[βεν. μετουσ. επίθημα -ador παραγωγικό δραστικών ουσ. -ος: lustrador > λουστρ-αδόρος]