Παράλληλη αναζήτηση
6.055 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- M, μ το [mí] (άκλ.) : 1. το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο μι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) M' ή μ' = σαράντα ή τεσσαρακοστός: Στη σελίδα μδ' (= 44η) της εισαγωγής. || 'M ή 'μ = σαράντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) M ή μ = δωδέκατος: Οι ραψωδίες M [mí] της Iλιάδας και μ της Οδύσσειας.
[αρχ. Μ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [m], διπλό <μμ>: προφ. [mm] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και μι 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μ- [m] : (προφ.) πριν από το αρχικό φωνήεν της λέξης που προηγείται ή στη θέση του αρχικού συμφώνου ή των αρχικών συμφώνων· σε περιστασιακή σύνθεση και συνήθ. σε πρόταση που εμπεριέχει άρνηση, για να δηλώσει κατηγορηματικά ο ομιλητής την απόλυτη διαφωνία και αποδοκιμασία του στα λόγια, στην πρόταση ή στην απαίτηση του συνομιλητή του π.χ.: Kομμένα τα έξω μέξω, δεν πρόκειται να ξαναβγείς έξω. Έχω βαρεθεί να βλέπω κάθε τόσο τα σόγια και τα μόγια. Ξανά μανά.
[τουρκ. πρόθημα αναδιπλ. m-, πριν από το αρχικό φωνήεν της λέξης που προηγείται ή στη θέση του αρχικού συμφώνου της, στη σημ.: `και τα παρόμοια΄, π.χ. τουρκ. ağaç mağaç `δέντρα ξε-δέντρα΄, partiler martiler `κόμματα ξε-κόμματα΄, χικ μικ < τουρκ. hιk mιk (σύγκρ. ξε-IV)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μ' όλο απού,
- βλ. μετά Ά19β.
[Λεξικό Κριαρά]
- μ' ούλο ετούτο,
- βλ. μετά Ά19β.
[Λεξικό Κριαρά]
- μ’ όλα αυτά, μ’ όλα αυτείνα, μ’ όλα κείνα,
- βλ. μετά Ά19β.
[Λεξικό Κριαρά]
- μ’ όλα τούτα,
- βλ. μετά Ά19β.
[Λεξικό Κριαρά]
- μ’ όλον εκείνο, μ’ όλο(ν) ετούτο(ν), μ’ όλον (ο)πού, μ’ όλο(ν) τούτο(ν) (οπού), μ’ όλο που,
- βλ. μετά Ά19β.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μα το [má] Ο (άκλ.) : (παιδ.) το φιλί· μάκια: Kάνω ~, φιλώ.
[λ. νηπιακή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μα (II), σύνδ.
-
- 1)
- α) (Μετά αρνητ. πρόταση) αλλά:
- Μέσα σ’ αυτήν (ενν. την βάρκαν) εμπήκασιν, όχι για να ψαρέψουν, μα πέρα στην Ανατολήν να παν να ταξιδέψουν (Γαδ. διήγ. 140)·
- Δεν έν’ καιρός, μα γνώθω το (Φαλιέρ., Ιστ. 68)·
- β) (μετά καταφ. πρόταση) όμως, μολαταύτα, ωστόσο:
- (Ερωφ. Β́ 37)·
- ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μα 'χε γερόντου γνώση (Ερωτόκρ. Ά 79)·
- Γέροντας είναι και αυτός, μα θύμησην καλή έχει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [769])·
- γ) (μετά καταφ. πρόταση· ο σύνδ. με το όχι και ουσ.) όχι όμως:
- πήραν και … το ΄ξώπυργον, … μα όχι το καστέλλι (Διακρούσ. 1043).
- α) (Μετά αρνητ. πρόταση) αλλά:
- 2) (Προσθετικός, επιτατικός· ο σύνδ. συχνά με το και) αλλά και, αλλά επιπλέον, αλλά επιπροσθέτως:
- όχι μόνον έφυγε, μα κι εκοπάνισέ μας (Γαδ. διήγ. 529).
- 3)
- α) (Μεταβατικός στην αρχή πρότασης) λοιπόν:
- (Ερωφ. Γ́ 61)·
- μα πε μου πούρι: Εμέρωσε τ’ άγριο θεριόν εκείνο; (Φαλιέρ., Ιστ. 65)·
- β) (στην αρχή πρότασης για δήλ. έκπληξης, απορίας, κλπ.):
- Ποθούλα: … Εδώ 'σαι; Μοίρα: Μα πού ήθελες; (Φαλιέρ., Ιστ. 375)·
- Μα τάχα δεν είν’ εντροπή …; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1285])·
- γ) (στην αρχή επιφ. πρότασης):
- μ’ αν ήξευρες είντα ’παθα …! (Φαλιέρ., Ιστ. 110).
- α) (Μεταβατικός στην αρχή πρότασης) λοιπόν:
[<ιταλ. ma ή <σύνδ. αμή με επίδρ. του ιταλ. ma. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μα (Ι), μόρ.
-
- Ως ομοτικό:
- (Διγ. Esc. 653), (Απόκοπ. 254), (Ερωτόκρ. Δ́ 1621)·
- (σε ιδιάζ. χρ.):
- μα την αγάπην σου και μα την κεφαλήν σου (Προδρ. II 19 χφ H κριτ. υπ.)·
- μα τον καμόν μου της ψυχής, μα την πικρίαν της τύχης (Λίβ. Sc. 1273)·
- Τούτο ου ψεύδομαι ποσώς, μα την υστέρησίν μας (Βέλθ. 101).
[αρχ. μόρ. μα. Η λ. και σήμ.]
- Ως ομοτικό: