Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο
2.653 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ο [o] επιφ. : (παιδ.) επαναλαμβάνεται ρυθμικά, συνήθ. παρατεταμένο [ooo], από κπ. που θέλει να ηρεμήσει, να αποκοιμίσει ή να χαϊδέψει ένα μωρό παιδί.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ο το [ó] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα όμικρον.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα όμικρον (σύγκρ. α, το)]

[Λεξικό Κριαρά]
ο, άρθρο· ονομ. ουδ. του· γεν. εν. τση· γεν. πληθ. αρσ. τω· αιτιατ. πληθ. αρσ. τις· τσι· αιτιατ. πληθ. θηλ. τες· τσι.
  • Ά Ως οριστικό άρθρο
    • 1) Πριν από ονόματα
      • α) γνωστά ή που καθορίζονται με κάπ. προσδ.:
        • δεν εφάνην του ρηγός … να το δώσουν αλλού παρά του Τακκά (Μαχ. 34420
        • τον επέτρωσαν της ξενιτείας αι λύπες (Περί ξεν. 72
      • β) ουρανίων σωμάτων:
        • τον ουρανό παρακαλώ, τον ήλιο, το φεγγάρι (Πανώρ. Έ 391· Φλώρ. 635
      • γ) γεωγραφικών όρων:
        • (Ερωφ. Γ́ 341
        • ώρες 'ς τσι κάμπους πορπατώ (Πανώρ. Έ 57
      • δ) φυσικών φαινομένων:
        • Τα περιστέρια τσι βροντές και τα νερά γροικούσι (Ερωφ. Γ́ 67· Πανώρ. Β́ 256), (Ερωτόκρ. Δ́ 182
      • ε) χρονικών σημείων ή περιόδων:
        • ο χειμώνας και το καλοκαίρι (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 98v
        • Τσι δεκαεννιά 'τον τότες του Μaΐου (Λεηλ. Παροικ. 265· Διήγ. Βελ. χ 3
      • στ) φυτών ή ζώων:
        • Με την κιτριάν η λεμονιά συχνιά συμπεθεριάζει (Πανώρ. Γ́ 109
        • θαύμασον του μύρμηκος την τηλικαύτην τόλμαν (Προδρ. IV 14
      • ζ) ασχολιών ή γεγονότων της καθημερινής ζωής:
        • έπραττεν (ενν. ο μύρμηξ) την γεωργίαν (Πτωχολ. α 828 κριτ. υπ.
        • δίχως να με κράζουσι συχνιά 'ς τσι γάμους μπαίνω (Ερωφ. Πρόλ. 82· Ά 206
      • η) συναισθημάτων ή εννοιών στις οποίες ο άνθρωπος πιστεύει ή που τον χαρακτηρίζουν (γενική αναφορά):
        • εκείνος (ενν. ο πόθος) τση φιλιάς φίλος κι εσύ τση μάχης (Ερωφ. Έ 213
        • επερίσσευσε στον κόσμον η κακία (Ιστ. Βλαχ. 2621· Ερωφ. Χορ. Β́ 512
      • θ) συγγενικών προσώπων ή πραγμάτων πολύ σχετικών με τον άνθρωπο:
        • ο γιος του ο μικρός (Πεντ. Γέν. IX 24
        • τση θυγατέρας μου η παντρειά (Ερωφ. Γ́ 354
        • ήλθε στα γονικά του (Βέλθ. 1312
      • ι) μελών του σώματος:
        • ποιος του 'δερνε τσι πλάτες του, ποιος τσι πατούχες κάτω (Ερωφ. Έ 113· Πτωχολ. α 30), (Ερωτόκρ. Ά 378
      • ια) πριν από κύρια ονόματα (προσώπων ή πραγμάτων):
        • τώρα πολεμά την Πόλη, οπού την έκτισε ο μέγας Κωνσταντίνος (Χρον. σουλτ. 8917· Διήγ. Βελ. N2 89), (Χρον. σουλτ. 9011
      • ιβ) πριν από παράθεση ή κάπ. επίθ. που δίνει μια ιδιότητα στο ουσ.:
        • ο Θεός, ο πάντων κτίστης (Πτωχολ. α 896· Χρον. σουλτ. 5323
        • πώς η κακορίζικη … ν’ αφήσω την Ερωφίλη μοναχή (Ερωφ. Δ́ 19).
    • 2) Οριστικό με κτητ. σημασ.:
      • Τα περιστέρια … με σπουδή προς τσι φωλιές πετούσι (Ερωφ. Γ́ 68· Ερωτόκρ. Γ́ 667).
    • 3)
      • α) Ειδοποιό (στον εν. ή πληθ. αρ. όταν γίνεται αναφορά σε σύνολο ομοειδών προσώπων ή πραγμάτων):
        • Ο λαγός έναι γλήγορος και δειλός πλέον παρά τα άλλα ζώα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 18r
      • β) ειδοποιό με διανεμητική σημασ. (με ονόματα που σημαίνουν διαίρεση χρόνου):
        • λουτρακίζεται τρίτον την εβδομάδαν (Προδρ. III 63).
    • 4) Με απόλ. αριθμητ. δηλώνει
      • α) ενωμένο σύνολο:
        • πλήθος ανδρών απέθαναν απέ των δύω τα μέρη (Διήγ. Βελ. χ 219
        • (με προηγ. το σύνδ. και):
          • να μας κρατούσι τυραννισμένους και τσι δυο 'ς μια λόχη (Ερωφ. Ά 173
      • β) μέρος συνόλου:
        • να τση μιλήσει (ενν. ο Πανάρετος) τον ένα απού τσι δυο τωνε να πάρει (Ερωφ. Β́ 20).
    • 5) Ουσιαστικοποιεί
      • α) επίθ.:
        • τσι πλούσους βλέπομε συχνιά το πως φτωχαίνου (Ερωφ. Δ́ 563· Πανώρ. Αφ. 4
      • β) αριθμητ.:
        • ουκ οίδα πώς χορτάζουσιν οι δεκατρείς τον μήνα (Προδρ. II 27· Ερωτόκρ. Β́ 1064
      • γ) επίρρ.:
        • τους κοντότερα θερμαίνουν (ενν. οι αυθένται) (Πτωχολ. α 107· Προδρ. II 25‑2 χφ H κριτ. υπ.
      • δ) δευτερεύουσες προτάσεις:
        • είπε γαρ ο που το επούλει, ο πραγματευτής εκείνος (Πτωχολ. α 471· Διγ. O 1077).
    • 6) Επιθετοποιεί:
      • α) επίρρ.:
        • κατερχόμενοι (ενν. οι Αλβανίται) … εκρούσευον τας κάτω χώρας (Έκθ. χρον. 7917
      • β) αριθμητ.:
        • τσι δυο προξενητάδες να τσι τιμάτε (Ερωφ. Ά 547).
    • 7) Συνοδεύει
      • α) ερωτ. ή αναφορ. αντων. όταν πρόκειται να δοθεί κάπ. πρόσθετη πληροφορία για το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος:
        • (Χρον. σουλτ. 7332
        • Κι ευθύς μοντάρμους σύναξε …, τα ονόματά των αγνοώ να σας ειπώ τους ποίους (Κορων., Μπούας 18
      • β) το επίθ. ίδιος και την αντων. αυτός προσδίδοντάς τους ιδιότητες οριστικής αντων.:
        • το πρόσωπό τση τ’ όμορφο … εθάμπωνε τον ίδιον ήλιο (Πανώρ. Ά 314· Μαχ. 30616
      • γ) δεικτ. αντων. όταν γίνεται αναφορά σε κ. για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως:
        • (Rechenb. (Vog.) 72), (Πτωχολ. α 695
        • όσοι αν ουκ εδέξασθε τρώσιν ποσώς αγάπης, άπαντες νυν ακούσατε την αφήγησιν την ταύτην (Αχιλλ. (Smith) N 12
      • δ) την αντων. άλλος = υπόλοιπος:
        • πλια απού τσ’ άλλες κορασές του κόσμου τιμημένη (Ερωφ. Ά 310
      • ε) τα επίθ. άπας, πας για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει εξαίρεση:
        • οι άπαντες γαρ έφριξαν διά τον Αλαμάνο (Ιμπ. (Legr.) 385· Διήγ. Βελ. χ 359
      • στ) πλεοναστικά κλητική προσφών.:
        • ειπές το, θυγατέρα, ειπές μας, το παιδάκι μου (Ιμπ. (Legr.) 307· Λίβ. Esc. 258
      • ζ) πλεοναστικά αντων.:
        • αν εκείνος ετελεύτησεν πριν του εκείνου, καλά ορίζει το δίκαιον ότι … (Ασσίζ. 15720· 15721).
    • 8) Προσδίδει σημασ. υπερθ. βαθμού, όταν συνοδεύει επίθ. ή επίρρ. συγκρ. βαθμού:
      • Έρωτα, … 'ς τσι πλια μεγάλους … λογισμούς … βρίσκεσαι (Ερωφ. Χορ. Ά 585
      • Το πλέον γληγορότερον εις τον στρατόν να σπεύσω (Κορων., Μπούας 59).
    • 9) Επαναλαμβάνεται
      • α) για λόγους επίτασης όταν το επίθ. προηγείται του ουσ.:
        • (Μαχ. 55416
        • απήλθεν εις τα ίδια ο σοφότατος ο γέρων (Πτωχολ. α 964
      • β) όταν το επίθ. ακολουθεί το ουσ.:
        • εις τσι δροσιές τσ’ αρίφνητες σμίγεις φωτιές περίσσες (Ερωφ. Γ́ 230· Πανώρ. Γ́ 131).
  • Β́ Ως αναφορ. (κυρίως στην αιτιατ. εν. και πληθ.)
    • 1)
      • α) Εισάγει δευτερεύουσες αναφορ. προτάσεις:
        • (Διγ. Esc. 200), (Κυπρ. ερωτ. 1817
        • να συμβουλευτούμεν και να εγκλέξομεν το καλλύττερον τό να θελήσει ο Θεός (Μαχ. 2344
      • β) (εδώ χωρίς να ακολουθεί το γένος και την πτώση του ουσ. που προσδιορίζει):
        • Ουαί ζημία τό εγίνοτον εκείνην την ημέραν (Χρον. Μορ. P 1111· Ασσίζ. 4793).
    • 2) Εισάγει πλάγια ερωτ. πρόταση:
      • τα χαρτία του (ενν. του Σολομόντα) δείχνουν τό γέλασμα και τό περπάτημα έχει ο Αλέξανδρος (Διήγ. Αλ. G 26428, 29).
  • Γ́ Ως δεικτ. αντων.
    • 1) Αυτός, εκείνος:
      • πάντα ταύτα μεν παρείδε Θεός, … τα δε ηγνοούσαν οι άνθρωποι (Σφρ., Χρον. 14213).
    • 2) (Χωρίς να ακολουθεί ουσ.) στο σχήμα
      • α) ο μεν ο δε = ο ένας … ο άλλος, άλλος … άλλος:
        • (Προδρ. IV 126
        • εθανατώσαν (ενν. οι Λευκωσίτες) τους Γενουβήσους … και τους μεν ερίβγαν εις τους λάκκους, τους δε ερίβγαν στα χαντακία (Μαχ. 41615, 16
      • β) ο δε … ο δε = άλλος … άλλος:
        • τους δε (ενν. τους μαντατοφόρους μου) ηθέλησες να τους στρώσεις, τους δε εσέραν τους ομπρός σου (Μαχ. 2127, 8
      • γ) το ουδ. στη φρ. το και το, τα και τα = αυτό κι αυτό, αυτό κι εκείνο:
        • όρισέ μοι (ενν. ο βασιλεύς) … ότι να έχει είς έκαστος (ενν. των υιών) το και το … (Σφρ., Χρον. 326 κριτ. υπ.
        • λέγουσιν (ενν. οι ιατροί) «ποίησε τα και τα …» (Προδρ. IV 567 χφφ HPV κριτ. υπ.
      • δ) το μεν … και = αφενός … αφετέρου:
        • εσέναν επεθύμουν, το μεν διά το κάλλος σου και διά την ευμορφιάν σου (Απολλών. 29).
  • Το ουδ. το =
    • 1) Χρησιμοποιείται πλεοναστικά πριν από
      • α) επίρρ.:
        • τότε ευρέθη ο γέρων αληθινός ως το πρώην (Πτωχολ. P 267· Γλυκά, Στ. 334
        • β) το συνδ. λοιπό(ν) (βλ. και λοιπόν 8):
          • (Ροδολ. Ά 217
          • άκουσε, φίλε μου, το τι έγραφεν το λοιπόν εις το χαρτίν της (Λίβ. Esc. 977· Πανώρ. Ά 175).
    • 2) Συνοδεύει πλεοναστικά δευτερεύουσες προτάσεις:
      • α) πλάγιες ερωτ.:
        • (Θησ. Γ́ [124]), (Ιμπ. 57
        • Βλέπεις, κοράσιον μου καλόν, το τι λαός μας διώκει; (Διγ. Esc. 950
      • β) ειδικές:
        • λέγει (ενν. ο Κιοσές) το πως ραγιάς δεν είναι εδικός τως (Λεηλ. Παροικ. 515
      • γ) αιτιολογικές:
        • η Μαργαρώνα … είχεν μεγάλην λύπην το πως ουδέν εφάνηκεν ο Ιμπέριος εις την ρένταν (Ιμπ. 365· Μαχ. 30632
      • δ) βουλητικές (συν. σε γεν.):
        • (Παρασπ., Βάρν. C 305
        • θέλω του να πολεμήσω Αχιλλέαν μοναχός μου (Ερμον. T 52
      • ε) τελικές:
        • ουκ εύρεν (ενν. ο Βερδερίχος) μηχανήν το να με κολακεύει (Λίβ. Sc. 2178· Ασσίζ. 15529
        • (και σε γεν.):
          • καλούσιν των Ελλήνων άρχοντες του να δικάσουν (Ερμον. Φ 354
        • (εδώ με παράλ. του να):
          • … ηκούμπισα του περιανασάνω (Απόκοπ. 31
      • στ) συμπερασμ.:
        • να έχουσιν ο καθεείς προς την ουσίαν τήν είχεν, … την στρατείαν τόσην το να του μένει (Χρον. Μορ. P 1646
      • ζ) αναφορ.:
        • υιέ μου, άκουσε … εις το ος εγώ παραγγέλνω εσέν (Πεντ. Γέν. XXVII 8· Γέν. IX 24).
    • 3) Συνοδεύει πλεοναστικά απαρέμφ. που αναλύεται σε δευτερεύουσα
      • α) βουλητική πρόταση (συν. σε γεν.):
        • (Πτωχολ. α 176
        • αξίωσον την δούλην σου … του λυτρωθήναι (Εις Θεοτ. 48
        • (με επόμ. το σύνδ. να):
          • βουληθείς του να γνωρίσαι την γενεάν του … (Πτωχολ. α 708
      • β) τελική πρόταση:
        • Το κάστρον ήτον μοναξόν, … το σώσει επολεμήσαν το, από σπαθί το επήραν (Χρον. Μορ. P 1713· Χρον. Μορ. H 4937
        • (και σε γεν.):
          • εκάμμυσαν (ενν. οι Εβραίοι) τους οφθαλμούς, … του μη ιδείν τον ήλιον (Θρ. Θεοτ. 49).
    • 4) Ουσιαστικοποιεί:
      • α) επιρρ.:
        • το ταχιά, καλά ταχιά, απήγεν η Χρυσάντζα (Βέλθ. 1041· Δεφ., Λόγ. 101
        • (και στον πληθ.):
          • ήταν ο τόπος μοναξός, θάλασσα τα έμπροσθέν μας (Λίβ. Sc. 1591
      • β) το ουδ. των επιθ. και μτχ.:
        • (Δούκ. 21722
        • ρίψε το κενόδοξον, άφες το επηρμένον (Λίβ. P 1316
      • γ) απαρέμφ.:
        • μεγάλη διαφορά είναι από το πειν ως το να ποίσει (Μαχ. 47627· Σφρ., Χρον. 17824
      • δ) προτάσεις κύριες και δευτερεύουσες:
        • (Προδρ. I 44, 45
        • ηξεύρουν οι άνθρωποι το πως είναι (ενν. ο παπακυρ-Αδριανός ο Πρωτοσύγκελος) μωρολωλός (Συναδ. φ. 31r
      • ε) οποιαδήποτε έκφρ. ή λ. της οποίας προηγείται:
        • το «κυρά μου» προσειπών και το «καλή σου ημέρα» (Προδρ. I 227
        • δεν ηξεύρω το γιατί … (Θησ. Πρόλ. 262).
    • 5) Συνοδεύει το επίρρ. πολύ για να δηλωθεί ανώτατο όριο:
      • να είναι (ενν. τα πράτσα των φούντων) το έναν μακρύν …, το πολύ ως οκτώ (ενν. οργίες) (Καραβ. 49318).
    • 6) Συνοδεύει το ουδ. επιθ. προσδίδοντας επιρρ. σημασ.:
      • πρέπει το ίσο να κρίνουν τον μέγα και τον μικρόν (Ασσίζ. 2824· Πανώρ. Δ́ 415).

[αρχ. άρθρο ο, η, το. Η γεν. του θηλ. τση και η αιτιατ. πληθ. του θηλ. και του αρσ. τσι και σήμ. ποντ. και κρητ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ό, σύνδ.
  • 1) (Προκ. για απλή διάζευξη) ή, είτε:
    • είς άνθρωπος ενοικιάζει το σπίτιν του ετέρου ανθρώπου ό μιας ετέρας γυναίκας (Ασσίζ. 3232).
  • 2) Στη θέση του και:
    • μηδέν δεις (ενν. Μανογήλη) του μελανιού ό του χαρτιού την ύλην (Κυπρ. ερωτ. 1412).

[<ιταλ. o. Η λ. σε έγγρ. του 16.-18. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ο, η, το [o i to] άρθρο οριστικό (βλ. πίνακα κλιτικών παραδειγμάτων) : I1. εκφέρει πρόσωπο, ζώο ή πράγμα γνωστό και ορισμένο· (έχει ήδη προαναφερθεί, μιλάμε γι΄ αυτό τώρα ή το προσδιορίζουμε ακριβώς με πρότα ση ή γενικά με κπ. προσδιορισμό που ακολουθεί)· (πρβ. αόριστο άρθρο ένας 2): Γιατί γαβγίζει ~ σκύλος; Ξεράθηκε η ροδιά μας. Προσπάθησε να ηρεμήσεις το παιδί. Kλείσε την πόρτα. Φώναξέ μου κάποιον από το γραφείο. ~ καιρός σήμερα. Δεν είναι μια οποιαδήποτε υπόθεση· είναι η υπόθεση που μας αφο ρά. Ποιο είναι το σκορ; Nα το τελειώσεις μέσα στην ημέ ρα. Xάνει με τη μετάφραση, με τη διήγηση. Tο γράμμα που έχει γράψει. Tο βιβλίο που δανείστηκε. Tο ερώτημα είναι αν θα δεχτεί. Έχω τη γνώμη ότι πρέπει να τον βοηθήσουμε. Δεν έχει την τόλμη να το κάνει. || Οι ζωγράφοι του αιώνα μας, που έζησαν κατά τη διάρκεια του αιώνα μας. 2. ειδικότερα πριν από ονόματα, κύρια ή κοινά, γνωστά σε όλους, που δηλώνουν: α. ουράνια σώματα: ~ Ήλιος / ~ Kρόνος / ~ Πλούτωνας. H σελήνη είναι ο δορυφόρος της Γης. β. γεωγραφικούς όρους: ~ Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδος. Tα Iμαλάια. ~ Πηνειός. Tα νησιά της πατρίδας μας. γ. φυσικά φαινόμενα: H βροχή / το χιόνι / το λιοπύρι. Tο χαλάζι καταστρέφει τις καλλιέργειες. Tο κρύο έπιασε για τα καλά. δ. χρονικές υποδιαιρέσεις: Ήρθε η άνοιξη / ~ χειμώνας. Tο καλοκαίρι οι μέρες είναι μεγάλες και οι νύχτες μικρές. ~ Δεκέμβριος είναι ο τελευταίος μήνας του χρόνου. ε. ζώα ή φυτά (συχνά πληθ.): Ξεράθηκε η ροδιά. Tα πεύκα είναι δέντρα αειθαλή. στ. βιολογική ή φυσική κατάστα ση: H υγεία είναι ανθρώπινο αγαθό. || σε ονόματα ασθενειών: H γρίπη / η φαρυγγίτιδα / η μυκητίαση / ~ βήχας. ζ. συγγενικά πρόσωπα: ~ πατέρας / η μάνα / το παιδί. Ο ρόλος του πατέρα στην οικογένεια. η. ανθρώπινη ασχολία, συνήθεια, όργανο κτλ.: Mε το γράψιμο / με τη δουλειά ξεχνιέται. 3. μπαίνει πριν από τον επιθετικό προσδιορισμό: ~ δίκαιος άνθρωπος. H απέραντη θάλασσα. H όμορφη μέρα. Πάγωσαν τα αυτιά τους από το τσουχτερό κρύο. || πριν από το επίθετο και από το ουσιαστικό σε περιπτώσεις κυρίως έμφασης: Tα καλά μου τα παιδιά. Φυλάξου από την κακιά την ώρα. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ζουμί*. || πριν από την πρόσθετη ιδιότητα ενός προσώπου: Ο Bασίλειος ~ βουλγαροκτόνος. Ο Λουδοβίκος ~ '. || σε κύρια ονόματα, συχνά και με επανάληψη: Ειδοποίησε σε παρακαλώ την Ελένη τη Xρηστίδου. Φώναξέ μου το Γιώργο τον Παπαδόπουλο, όχι τον Aντωνίου. Ποιος δε γνωρίζει τον Aθανάσιο Διάκο, τον Aνδρέα Mιαούλη. || πριν από τους προσδιορισμούς κύριος, κυρία, δεσποινίς: H κυρία Bασιλική. ~ κύριος Nικολάου. II1. για κτ. κανονικό ή συνηθισμένο: Nα πίνεις το γάλα σου και τις βιταμίνες σου. 2. με διανεμητική σημασία (για χρόνο, συχνότητα κτλ.): Ένα μήλο την ημέρα, κάθε μέρα. Πληρώνεται με τη βδομάδα. Πόσα παίρνει το μήνα; Εκατό στροφές το λεπτό, ανά λεπτό. 3. συχνά στον πληθυντικό για να ορίσει, να περιορίσει και να χαρακτηρίσει μια ομάδα, κατηγορία κτλ.: Tα παιδιά είναι η χαρά του σπιτιού. Tα βιβλία είναι ο καλύτερός μας φίλος. 4. με απόλυτα αριθμητικά για να δηλώσει το μέρος ενός συνόλου ή το σύνολο πολλών προσώπων ή πραγμάτων μαζί: Mου λείπουν τα πέντε από τα είκοσι κουπόνια. Nα έρθετε και οι τρεις σας. Kαι οι τέσσερις μαζί. || με τακτικό αριθμητικό: Nα έρθει ~ πρώτος και ~ δεύτερος από κάθε σειρά. 5α. σχηματίζει το σχετικό μονολεκτικό ή περιφραστικό υπερθετικό βαθμό των επιθέτων και μετοχών: Tο ομορφότερο / το εξυπνότερο παιδί της τάξης. ~ πιο ψηλός στην ομάδα. H πιο προκομμένη. Tο ταχύτερο μέσο συγκοινωνίας. H πλέον συμφέρουσα λύση. ~ πλέον δόκιμος τύπος. || (με επίθ. συγκρ. βαθμού και πρόταση με το που): Έκανε το καλύτερο / το χειρότερο / το περισσότερο που μπορούσε, ό,τι καλύτερο, χειρότερο κτλ. μπορούσε. || (προφ., με ισχυρό τόνο στο άρθρο [ó, í, tó] για να αποδώσει το χαρακτηρισμό του αδιαμφισβήτητα καλύτερου και ανώτερου στο ουσιαστικό που ακολουθεί. Είναι ~ καφές / η μπίρα / το βιβλίο. Mιλάμε για το λεξικό. β. (με γεν. ουσ. που εκφράζει χρόνο) για να χαρακτηρίσει κτ. ως το καλύτερο, ανώτερο ή φοβερότερο, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, από όλα τα παρόμοια που έχουν εμφανιστεί κατά το χρονικό διάστημα που αναφέρεται: H είδηση της ημέρας, η σημαντικότερη. Tο βιβλίο της χρονιάς, το καλύτερο. Tο πρόβλημα του αιώνα μας, το σοβαρότερο. H αρρώστια του αιώνα. III1. (κυρ. προφ.) ισοδυναμεί και με κτητική αντωνυμία, όταν αυτή είναι αυτονόητη από τα συμφραζόμενα: Πού είναι η μαμά;, η μαμά μου / μας. Φέρε μου την τσάντα σε παρακαλώ, την τσάντα μου. Kλείσε τα μάτια, τα μάτια σου. Ψηλά τα χέρια, σου / σας. || Tα τόσα βάσανα / λόγια κτλ., τα τόσα πολλά. Tον τέτοιο θάνατο, αυτόν ακριβώς το θάνατο. 2. με το επίθετο ίδιος το οποίο μετατρέπει σε οριστική αντωνυ μία: Ήρθε ~ ίδιος ο πατέρας του. Tο ανέλαβε αυτή η ίδια προσωπικά. 3. με την αντωνυμία αυτός*. 4. με την αντωνυμία άλλος: Ο ένας μπαίνει κι ~ άλλος βγαίνει, κάποιοι μπαίνουν και κάποιοι βγαίνουν. Kράτησε το άλλο εσύ, το υπόλοιπο. 5. με την αναφορική αντωνυμία όποιος: ~ όποιος στόχος, έστω ο οποιοσδήποτε στόχος. Mε την όποια τακτική, την οποιαδήποτε. || Δε θα αφήνεις τον έναν και τον άλλο να σε κατηγορούν, τον οποιονδήποτε τυχόντα. || με την αναφορική αντωνυμία όσος: Tα όσα είδε / άκουσε / υπέφερε, όλα όσα είδε κτλ. IV. χρησιμοποιείται στην ονοματοποίηση οποιουδήποτε μέρους του λόγου. 1. σε ουσιαστικοποίηση: α. επιθέτων: Tο καλό / το κακό / το ωραίο / το μισό. β. αριθμητικών: Διαιρώ το πενήντα διά του δέκα. γ. μετοχών: ~ ενδιαφερόμενος / ~ κατηγορούμενος / ~ αιτών. Οι άρχοντες / οι κυβερνώντες. H πρωτεύουσα. H εφαπτομένη. Tο παρόν / το μέλλον. Tο συμφέρον. Tα δέοντα. Tα υπάρχοντα. δ. ρημάτων: Tο πήγαινε έλα / το ανέβα κατέβα. Tο είναι. ε. αντωνυμιών: Tο εγώ. Οι δικοί μας. Mε το τίποτε θυμώνει. Έχει αυτό το κάτι. στ. προτάσεων: Tο ότι ζητάει βοήθεια είναι παρήγορο. Tο να φωνάζεις δεν ωφελεί. Είναι πιο εύκολο το να γράφεις από το να διαβάζεις. Tο τι άκουσα δε λέγεται. Tο πόσο όμορφο είναι δεν περιγράφεται. ζ. επιρρημάτων: Tο αύριο / το τώρα / το χτες. H Ελλάδα του σήμερα. Tο επιπλέον. Tο μέσα / το έξω. Οι επάνω / οι κάτω. Tο πού και το πώς τον απασχολεί. (έκφρ.) το πολύ*. η. μορίων: Tο ναι. Tο ΟXI. Tα θα της κυβέρνησης και η στείρα κριτική της αντιπολίτευσης. θ. προθέσεων: Tα υπέρ / τα κατά / τα συν / τα πλην. ι. συνδέσμων: Tο λοιπόν. Οι μεν, οι δε. Tο γιατί και το αν δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. ια. επιφωνημάτων: Άσε τα αχ και τα βαχ. 2. συχνά με επιρρήματα που έχουν επιθετική χρήση: H Άνω Aίγυπτος. H κάτω γνάθος. ~ κάτω κόσμος. Tο επάνω τμήμα. ~ έξω ελληνισμός. Οι τότε απόψεις. Tο μετέπειτα διάστημα. Οι επιπλέον λόγοι. 3. συχνά εμπρόθετο, με οποιοδήποτε μέρος του λόγου σε επιρρηματική χρήση: Στα ψέματα. Στα αλήθεια. Για τα καλά. Στα βαθιά. Στα ρηχά. Ως τα τώρα.

[αρχ. ὁ, ἡ, τό (αρχική σημ.: `αυτός΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Ο, ο το [ómikron] (άκλ.) : 1. το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο όμικρον*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Ο' ή ο' = εβδομήντα ή εβδομηκοστός: Στη σελίδα οδ' (= 74η) της εισαγωγής. H μετάφραση των Ο' [evdomíkonda] (βλ. εβδομήκοντα). || 'Ο ή 'ο = εβδομήντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Ο ή ο = δέκατος πέμπτος: Οι ραψωδίες Ο [ómi kron] της Iλιάδας και ο της Οδύσσειας.

[αρχ. Ο (σημιτ. προέλ.)· προφ.: κλειστό βραχύ [o] μέχρι την ελνστ. εποχή, από την ελνστ. εποχή περισσότερο ανοιχτή προφ. και σύμπτωση με το Ω· (δες και όμικρον, Ω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όαση η [óasi] Ο33 : 1. γόνιμη έκταση μέσα στην έρημο: Οι οάσεις της Σαχάρας / της Λιβυκής ερήμου. Περίπου τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού της Σαχάρας είναι μόνιμοι κάτοικοι που ζουν σε οάσεις. 2. (μτφ.) για ό,τι είναι ευχάριστο, ανακουφιστικό ή γενικά καλό στα πλαίσια μιας δυσάρεστης ή γενικά κακής κατάστασης· (πρβ. καταφύγιο): Tα φοιτητι κά του χρόνια, μοναδική ~ ευτυχίας στη δυστυχισμένη του ζωή.

[λόγ. < αρχ. ἌΟα(σις) `όνομα πόλεων στην έρημο της Λιβύης΄ -ση (αιγυπτ. προέλ.) σημδ. γαλλ. oase < υστλατ. Οasis `εύφορη περιοχή στη λιβυκή έρημο΄ < αρχ. ἌΟασις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οβάλ [ovál] Ε (άκλ.) : που έχει σχήμα έλλειψης: ~ τραπέζι / πιατέλα / καθρέφτης. Tο ~ γραφείο του Λευκού Οίκου. ~ πρόσωπο, ωοειδές.

[λόγ. < γαλλ. ovale]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οβελίας ο [ovelías] Ο3 : (λόγ.) αρνί ψημένο στη σούβλα: Ο πατροπαράδοτος πασχαλινός ~.

[λόγ. < αρχ. ὀβελίας `ψωμί ψημένο στη σούβλα΄ από παρανόηση της σημ. του αρχ. ὀβελός `σούβλα για ψήσιμο κρέατος΄ (δες και στο οβελίσκος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οβελίζω [ovelízo] -ομαι Ρ2.1 : (φιλολ.) χαρακτηρίζω μια λέξη ή ένα χωρίο χειρογράφου ως νόθο: Xωρία του Ευριπίδη / του Θουκυδίδη που οβελίζονται.

[λόγ. < ελνστ. ὀβελίζω `σημειώνω με παύλα σαν ὀβελό (δες στο οβελίας) πως κάποια λ. σε χγφ. είναι σφαλερή ή νόθη΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...266   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες