Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν
1.541 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
N, ν το [ní] (άκλ.) : 1.το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο νι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) N' ή ν' = πενήντα ή πεντηκοστός: Στη σελίδα νδ' (= 54η) της εισαγωγής. || 'N ή 'ν = πενήντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) N ή ν = δέκατος τρίτος: Οι ραψωδίες N [ní] της Iλιάδας και ν της Οδύσσειας. 3. (μαθημ.) δηλώνει έναν απροσδιόριστο αριθμό. || (συνήθ. προφ.) για να δηλώσουμε μεγάλο αριθμό: Ξέρω ν περιπτώσεις ίδιες με τη δική σου.

[αρχ. Ν (σημιτ. προέλ.)· προφ. [n], διπλό <νν>: προφ. [nn] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και νι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ν- [n] : (προφ., λαϊκότρ.) προτακτικό σε λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν: (ώμος) νώμος, (ωμίτης) νωμίτης, (ουρά) νουρά.

[μσν. προτακτ. ν- από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ.: μσν. νώμος < αιτ. τον ώμο [ton-omo > tonomo > to-nomo] (σύγκρ. και νωμίτης), νεοελλ. νουρά < αιτ. την ουρά [tin-ura > tinura > ti-nura] ]

[Λεξικό Κριαρά]
να (I), σύνδ.· ναν.
  • I. Σε κύριες προτάσεις
    • Ά
      • 1) Με οριστ. ιστ. χρόνου εκφράζει
        • α) επιθυμία ή ευχή απραγματοποίητη (οριστ. ευχετική):
          • Να βρέθηκα μιτά της (Κυπρ. ερωτ. 10631
          • Να μη είχα εγεννήθην (Βέλθ. 427
        • β) κ. δυνατό ή ενδεχόμενο:
          • (Αχιλλ. L 511
          • η μέση του να έλεγες ωραίον δακτυλιδίτσιν (Ιμπ. 80).
      • 2) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις συνοδεύει οριστ. ιστ. χρόνου προκ. να εκφραστεί η αμφιβολία εκείνου που ρωτά για το αν θα πάρει απάντηση:
        • είντα να θέλαν ποίσειν …; (Μαχ. 3604
        • ποιον να είχε πιάσει και ο αγάς; (Λίμπον. 423).
    • Β́
      • 1) Με υποτ. εκφράζει
        • α) απλή βούληση, στο ά πρόσ. εν. ή πληθ. (υποτ. βουλητική):
          • (Μαχ. 823
          • όμως να έλθωμεν εις το προκείμενον (Ιστ. πατρ. 1893
          • (με προηγ. την προσωπ. αντων. ως εμφατικό υποκ. για να εκφραστεί έντονη θέληση):
            • (Σαχλ. B́ PM 477
            • εγώ να 'μαι για λόγου του κι εκείνος ογιά μένα (Ερωτόκρ. Γ́ 1138
        • β) προτροπή, παραχώρηση, προσταγή, στο β́ και γ́ πρόσ. εν. ή πληθ.:
          • στρατιώτες μου, να 'ρθείτε (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 51· Ασσίζ. 14315
          • όποιος νικητής βγει …, να 'χει τα δώρα τ’ ακριβά (Ερωτόκρ. Β́ 126
        • γ) απειλή, στο β́ πρόσ.:
          • ρηγόπουλε … να γνωρίσεις σήμερο ο Αντρόμαχος ποιος έναι (Ερωτόκρ. Β́ 1596
        • δ) ευχή (υποτ. ευχετική):
          • μαγάρι εδά να συβαστεί (Ερωτόκρ. Έ 227
          • Καλά να 'ν’ τ’ άστρη … στο διάφορός σου (Κυπρ. ερωτ. 10445
          • (παρενθετικά) φρ.
            • (1) να ζεις, να ζήσεις, κ.ά., βλ. ζω (I) Ά1φρ. β·
            • (2) να ζιω, να ζούμε, κ.ά., βλ. αυτ. φρ. γ·
        • ε) έκπληξη:
          • ο μέγας μάστρος, ο φίλος μου, να κρατεί τούτον το κακόν; (Μαχ. 145
        • στ) σε συνεκφ. με το μόνο (να), αξίωση ή παράκληση που είναι ταυτόχρονα όρος, προϋπόθεση:
          • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 19
          • νικούμε τον τον Δάρειον, μόν’ να 'ν’ καλή η καρδιά μας (Αλεξ. 710).
      • 2) Συνοδεύει υποτ. σε διηγήσεις ή περιγραφές περασμένων γεγονότων αντί οριστ. παρατ. (υποτ. διηγηματική):
        • να βγαίνουν από δυο μερές … να πιάνουν τους Αγαρηνούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5321).
      • 3) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις εκφράζει
        • α) απορία (υποτ. απορημ.):
          • άνθρωπον κενόδοξον τις να τον αγαπήσει; (Σπαν. Α 239
        • β) αγανάκτηση ή δυσφορία:
          • γιατί ν’ αφήσεις τόσο κακό τ’ αμμάτια μου να δούσινε; (Ερωφ. Έ 413).
      • 4) Συνοδεύει υποτ. προκ. να εκφραστεί αμφιβολία ή κ. το ενδεχόμενο αντί θα και οριστ.:
        • ο βασιλεύς φιλάνθρωπος και να σε συμπαθήσει (Γλυκά, Στ. 523· 314).
  • II. Σε δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις
    • Ά Ειδικές
      • 1)
        • α) Εισάγει ειδική πρόταση που εκφέρεται με οριστ. (μετά τα ρ. κρίνω, νομίζω, κ.τ.ό.) (υποδηλώνει κ. το αμφίβολο):
          • κρίνω να 'φυγε αποδώ (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 146
          • Χρόνους εκαρτερήσαμεν, νομίζω να ήσαν δύο (Λίβ. N 2550
        • β) συνοδεύει πλεοναστικά τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται με οριστ.:
          • ως χιλιάδες είκοσι παντέχω ότι να ήτον (ενν. το φουσσάτο) (Χρον. Τόκκων 435· Χριστ. διδασκ. 150).
      • 2)
        • α1) Με υποτ.:
          • μεν νοιαστείς ποτέ μου να σκαλέψω την έννοιαν μου αχ το 'δείν των αμματιώσ σου (Κυπρ. ερωτ. 635
        • α2) με επόμ. το θα για να εκφραστεί η έντονη επιθυμία του υποκ. γι’ αυτό που δηλώνει η πρόταση:
          • η Ήρα … γροικά το μήλο το χρουσό να θα κλερονομήσει (Φορτουν. Ιντ. β́ 45· Ιντ. γ́ 89
  • β) συνοδεύει τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται με υποτ. εκφράζοντας κ. το αμφίβολο ή ενδεχόμενο:
    • (Πεντ. Γέν. XV 8
    • ελόγιασεν η λυγερή πως ν’ αγαπά άλλη κόρη το ταίρι τση (Ερωτόκρ. Β́ 655).
  • Β́ Βουλητικές
    • 1) Εισάγει βουλητική πρόταση που εκφέρεται με υποτ. (άρν. μη)
      • α) μετά ρ. κυρίως βουλητικά και δυνητικά
        • α1) ως αντικ. του ρ. της κύριας:
          • φίλος μου … θέλω να 'σαι (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 110
          • πώς η Τύχη ενάντιον σας να κλώσει εσυγκατέβη; (Απόκοπ. 390· Ιμπ. 461
        • α2) ως υποκ. απρόσ. ρ. ή έκφρ.:
          • (Ασσίζ. 2307
          • είναι ντροπή σου … τα ψόματα να λέγεις (Ερωτόκρ. Β́ 883
        • α3) ως προσδ., διασάφηση όρου της κύριας πρότασης:
          • Περίσσια είχα πεθυμιά … να σασε δούσιν … τ’ αμμάτια τα δικά μου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 128· Ερωφ. Β́ 99
      • β) μετά το ρ. κάμνω και τροπ. επίρρ.:
        • κακά 'καμα να σμίξω μετά κείνο (Ερωφ. Β́ 106· Κυπρ. ερωτ. 452
      • γ) μετά τις προθ. άνευ, δίχως:
        • να τον κρατεί εις την φυλακήν …, άνευ να του κακοποιήσει (Ασσίζ. 31531· Ερωφ. Χορ. δ́ 716).
    • 2) Συνοδεύεται πλεοναστικά
      • α) από τους συνδ. ότι, πως, ότι πως, όπως και την πρόθ. διά:
        • ελπίζω … ότι να ευτυχήσεις (Χρον. Μορ. H 1389
        • τάσσω σου … πως … στον Άδη να σε πέψω (Ερωφ. Έ 635· Βακτ. αρχιερ. 136), (Χρον. Τόκκων 84
        • ουκ εδυνήθησαν διά να τον απαντήσουν (Ιμπ. 352
      • β) από κάπ. πτώση του ουδ. άρθρου:
        • ηγάπα και το να με είχε … εις την δουλοσύνην του (Σφρ., Χρον. 347
        • ήθελα του να τονε ρωτήσω (Λίβ. (Lamb.) N 54).
    • 3) Σε συνεκφ. με το θε
      • α) θε να = θα, πρόκειται να:
        • για το κυνήγι οπού 'καμε θάνατο θε να πάρει (Ερωτόκρ. Β́ 716
      • β) εκφράζει ταυτόχρονα
        • β1) δυνατή θέληση ή απόφαση:
          • δε θε ν’ αφήσω να χαθώ … (Ερωφ. Γ́ 57· Δ́ 670
        • β2) κ. ενδεχόμενο:
          • Τούτο το πράμα … θε να σε βλάψει με καιρόν (Ερωτόκρ. Γ́ 128).
    • 4) Με οριστ. ιστ. χρόνου όταν δηλώνεται
      • α) ευχή απραγματοποίητη:
        • ήθελα ν’ είχα ζωντανόν τώρα τον Ευριπίδη (Λίμπον. 73
      • β) απλή σκέψη του λέγοντος:
        • όλπιζα … 'ς τίτοιον λιμνιώναν να 'σωσα την στράταν (Κυπρ. ερωτ. 10716).
  • Γ́ Ενδοιαστικές, με τα μόρ. μη, μηδέν, μήμπα, και υποτ. (άρν. μη):
    • τρομάσσω να μη γυρίσει η τύχη μου (Ερωφ. Β́ 332· Συναξ. γυν. 785), (Στάθ. Β́ 88
    • (με επόμ. το μήπως, βλ. ά. 1).
  • Δ́ Πλάγιες ερωτηματικές
    • 1) Ακολουθεί ερωτ. αντων. ή επίρρ.
      • α) με απλή οριστ.:
        • σε ρωτώ …, τα παιδιά … τάχα τι να τα κάμανε οι Τούρκοι …; (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18112
      • β) με οριστ. δυνητική:
        • Να 'ξευρα … την σωτηριάν πού να ’βρα (Κυπρ. ερωτ. 10031
      • γ) με υποτ. απορημ.:
        • μέσα του εδιαλογίζετο πώς να τον αποθάνει (Ερωτόκρ. Β́ 776).
    • 2) Ακολουθεί το σύνδ. μήπως σε είδος πλάγιας ερώτησης που δηλώνει κ. ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο, επιθυμητό και εκφέρεται με υποτ. (βλ. και μήνα 3α, μήπως 2):
      • ρίκτει … εις τον αετόν μήπως να τον δοξεύσει (Λίβ. Esc. 2694· Κατζ. Ά 124).
  • III. Σε δευτερεύουσες επιρρ. προτάσεις
    • Ά Αιτιολογικές
      • 1) Εισάγει αιτ. πρόταση που εκφέρεται με απλή οριστ.:
        • ουδέν εντέχεται να έχει (ενν. ο ιερεύς) καμίαν τιμωρίαν …, να δεν εγίνωσκεν (Ασσίζ. 11527).
      • 2) Με υποτ.:
        • α)
          • τ’ άδικο … του ριζικού ήτο χάρη, όχι να 'ν’ ο Κυπρίδημος καλλιά του παλληκάρι (Ερωτόκρ. Β́ 1830
        • β) με προηγ. την πρόθ. διά (γιά):
          • διά να μη έχω φίλον, έγινα ωσάν το ξύλο (Συναξ. γυν. 1047· Ερωτόκρ. Β́ 719
        • γ) με προηγ. το επίρρ. μόνε, βλ. μόνον Β́3.
    • Β́ Τελικές
      • 1)
        • α) Συν. μετά ρ. κίνησης, με υποτ. (άρν. μη):
          • μ’ έστειλε να σε κάμω να συβαστείς (Ερωφ. Γ́ 99
          • τους Ρωμαίους έκραξε να πάσι να βοηθούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28325
        • β) με προηγ. την πρόθ. διά (για, ογιά) και τους συνδ. όπως, ως, ότι:
          • πήγαν εις πηγάδι, διά να κατοικήσουσι (Αιτωλ., Μύθ. 196· Ερωφ. Γ́ 295), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4163
          • τα κάστρη να φυλάξουσιν, όπως να μη τα χάσουν (Χρον. Τόκκων 127· Ιστ. Βλαχ. 2479), (Συναξ. γυν. 702
        • γ) με επόμ. το θα:
          • θέλ’ έβγει ο δράκος πάλι να θα σ’ αρπάξει (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 14).
      • 2) Με προηγ. το άρθρο σε θέση παλαιού απαρεμφ.:
        • καλούσιν των Ελλήνων άρχοντες του να δικάσουν (Ερμον. Φ 354· Ψ 252).
    • Γ́ Αποτελεσματικές
      • 1) Με υποτ.·
        • α) το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως απλή σκέψη εκείνου που μιλεί ή ως ενδεχόμενο:
          • δεν ήτο ποιος να του μιλεί …, να του αλαφρώσει ο λογισμός (Ερωτόκρ. Β́ 620· Κυπρ. ερωτ. 9024
        • β) δηλώνει συμφωνία ή όρο:
          • επροσκύνησαν να δίδουν χαράτσιον … (Κώδ. Χρονογρ. 49
        • γ) εξαρτάται από την προστ. κάμε, ‑ετε του ρ. κάμνω:
          • τα λόγια που σου θέλει πει κάμε να τα θυμάσαι (Γαδ. διήγ. 322· Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 3
        • δ) με προηγ. την πρόθ. για και το σύνδ. και:
          • αργεί … την παιδωμή να δώσει, για να 'χει ο φταίστης τίβοτας καιρό να μεταγνώσει (Ερωφ. Γ́ 308
          • όμως δεν επήγασι μακρά και να γλυτώσουν (Κορων., Μπούας 97).
      • 2) Με δυνητική οριστ.·
        • το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως δυνατό ή πιθανό:
          • (Ερωφ. Δ́ 442
          • έθελα θωρείν το πρόσωπόσ σου να 'δα ποτέ μου αγάπην εις αυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 8620
        • (με προηγ. την πρόθ. για):
          • (Ερωφ. Γ́ 127).
      • 3) Εισάγει μόνο του ή με προηγ. το σύνδ. (ο)γιά είδος τελικής - αποτελεσματικής πρότασης που εκφέρεται με υποτ.:
        • δώσ’ μου μια γλυκιά θωριά να ξοριστούσι … οι πόνοι (Ερωφ. Δ́ 401
        • τη γη ποτίζεις, για να μπορού να ζιου τα πλάσματά σου (Ερωφ. Χορ. δ́ 719· Ερωτόκρ. Β́ 925).
    • Δ́ Υποθετικές
      • 1) Με οριστ. ιστ. χρόνου· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. αντίθετο από το πραγματικό ή ως απλή σκέψη αυτού που μιλεί:
        • να 'μπόρουν εις χαρτίν να γράψα τα πάθη μου …, … έθελεν πάψειν απού μεν η κάψα (Κυπρ. ερωτ. 231· Ιμπ. 147).
      • 2)
        • α) Με υποτ. συν. αορ.· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. ενδεχόμενο ή προσδοκώμενο ή αόριστα επαναλαμβανόμενο:
          • (Λίβ. Esc. 1440
          • να σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω (Ερωτόκρ. Β́ 480
          • Σπουδαίον άνδρα να ιδούν (ενν. οι αμαθείς), πολλά τονε μισούσιν (Γκίνου, Στ. 11
        • β) πλεοναστικά μετά το σύνδ. εάν:
          • εάν κανείς να δώσει ετέρου, εκείνος ή εκείνη οπού να τα λάβουν … (Ασσίζ. 15518).
      • 3) Έκφρ. ανίσως και να = αν τυχόν, αν συμβεί να …, αν (με υποτ.):
        • Ανίσως και να πίστευγες, …, έλπιζα … (Κυπρ. ερωτ. 541· 10477).
    • Έ Ενδοτικές· (με υποτ.), ακολουθεί πλεοναστικά την έκφρ. μ’ όλον που (βλ. μετά Ά19β):
      • το σίδερον και η φωτιά μ’ όλον που να πονούσι, είν’ … ωφέλιμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1648]).
    • Ϛ́ Χρονικές
      • α) με υποτ. αορ.·
        • δηλώνεται πράξη προσδοκώμενη (= μόλις, όταν):
          • Να την ιδεί ο Αχιλλεύς, λιγοθυμιά τον πιάσεν (Αχιλλ. (Haag) L 492· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1791
        • (με προηγ. το ουδ. άρθρο):
          • (Αχιλλ. (Smith) N 437
          • Το να το ιδεί ο Ιμπέριος (ενν. το παρανυχίδιν), ετρώθην η ψυχή του (Ιμπ. 293
      • β) πλεοναστικά μετά τους συνδ. όταν (και τ.), ότι, πριν, πριχού (και τ.), αφόν:
        • όταν να θέλει να λουστεί … η κόρη, … (Αχιλλ. L 515· Πεντ. Γέν. XXIV 41
        • αποθαίνει …, πριν να παντρευτούσιν (Ασσίζ. 36917· Ερωτόκρ. Β́ 728
        • αφόν … να λάψουν τ’ άστρα, … (Κυπρ. ερωτ. 1064
      • γ) με προηγ. τους συνδ. (ε)ωσόπου, ώστε (που):
        • να τον κρατεί εις την φυλακήν …, εωσόπου να τον πλερώσει (Ασσίζ. 31218· Κυπρ. ερωτ. 10532
        • δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη (Ερωτόκρ. Γ́ 184· Έ 256
      • δ) με προηγ. το σύνδ. κάθα:
        • κάθα να δω … το 'δείσ σου, … (Κυπρ. ερωτ. 691).
    • Ζ́ Αναφορικές
      • 1) Εισάγει μόνο του ή συνοδεύει αναφορ. αντων. ή επίρρ.· με οριστ.
        • α) απλή:
          • δεν ευρέθηκεν κανείς … να μ’ εσύντηχεν καλόν διά τα ξένα (Περί ξεν. 166
        • β) πιθανολογική:
          • εκείνος ού εκείνη οπού να έβαλαν τοιούτους ανθρώπους μάρτυρας, … (Ασσίζ. 14410
        • γ) ευχετική:
          • Αφήτε μ’, οπού να 'μουνε σήμερ’ αποθαμένη (Θυσ. 311).
      • 2)
        • α) Με υποτ. μόνο του· δηλώνεται κ. το ενδεχόμενο (συν. προηγείται αποφατική πρόταση):
          • δεν είναι βάσανο να μοιάζει του δικού μου (Ερωφ. Ά 424· Λίβ. Sc. 171
        • β) με προηγ. αναφορ. αντων. ή επίρρ.:
          • (Ασσίζ. 19522
          • να οικοδομήσει ναόν οπού να μην έγινεν άλλος (Hagia Sophia ω 51012
          • (με προηγ. το σύνδ. και = που):
            • (Ερωτόκρ. Β́ 286).
      • 3) Συνοδεύει το αναφορ. επίρρ. οπού, απού, σε αναφορ. αποτελεσματική πρόταση· με υποτ. (συνήθως προηγείται στην κύρια πρόταση το δεικτ. τόσον):
        • όμορφή 'σαι τόσον οπού τινάς δε να μπορήσει τα κάλλη σου ποτέ να τα μετρήσει (Κυπρ. ερωτ. 8712· Ερωφ. Ά 480).
      • 4) Συνοδεύει το σα(ν), ως, ώσπερ σε αναφορ. προσδιοριστική πρόταση όπου εκφράζεται υποθ. παρομοίωση:
        • στέκομαι τρεμάμενη σαν να 'χα να περάσω μια θυμωμένη θάλασσα (Ερωφ. Γ́ 7
        • αγάπα τον … ως να ήτον συγγενής σου (Σπαν. (Ζώρ.) V 122· Χρον. Μορ. H 493).
  • [<αρχ. σύνδ. ίνα· τ. ινά τον 6. αι. (C.A. Trypanis, Glotta 28, 1960, 312-3). Η λ. τον 5. αι. (Lampe· βλ. και Jannaris 1897: 418) και σήμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    να (II), μόρ. δεικτ.· νάτε.
    • 1) Προκ. να δείξουμε πρόσωπα ή πράγματα
      • α) με ονομ. = «εδώ ή αυτός είναι», κ.τ.ό.:
        • να και ο Ιησούς (Μάξιμ. Καλλιουπολ., Κ. Διαθ. Ματθ. κή 9
      •  
        • β1) με αιτιατ. = «δες εδώ ή αυτόν», κ.τ.ό.:
          • ανέν κι εμέν δε μου πιστεύγετε, νάτε το χαρτίν τούτον (Μαχ. 23211
        • β2) με αιτιατ. = «πάρε», «ορίστε»:
          • (Προδρ. III 117
          • Χάροντα, άσ’ τον αυτόν και να τον άλλον (Πικατ. 308
          • και νάτε τούτα τα άλογα, καβαλικεύσετέ τα (Λίβ. Esc. 2973
  • (με τους αδύνατους τ. της προσωπ. αντων.):
    • Το φως μου αν είχες το ζητάν, ήθελα πει: «Και να το» (Ερωτοπ. 537
  • γ) (με τη γεν. σου της προσωπ. αντων.) «πάρε για σένα»:
    • Να σ’ εδά χίλια φλωρία» (Πτωχολ. Α 315).
  • 2) Μπροστά από πρόταση (συν. με προηγ. ή επόμ. το σύνδ. και επιτατ.) για να γίνει έντονη η προεξαγγελία του περιεχομένου της:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 1265
    • να και ήλθαν μάγοι από την Ανατολήν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. β́ 1).
  • 3) Επαναλαμβανόμενο
    • α) επιτατ. για να δηλωθεί ειρωνεία ή αγανάκτηση:
      • Να, Μπαρμπαρέσε αδυνατέ, να, πόλεμο δικό σου …! (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31611
    • β) ως κλητικό (συν. για ζώα):
      • (Σοφιαν., Γραμμ. 83
      • τον σκύλον του … κράζει … — Να, να πετρίτη μου, να, να (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [427]).
  • [<*ηνά <*ήνα <αρχ. επιφ. ήν, πιθ. κατά επιρρ. σε ‑α· βλ. και Christidis 1987. Ο τ. κατά το β́ πρόσ. πληθ. της προστ. (πβ. άμε ‑τε)]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    να 1 [ná] μόριο : I.για να δείχνουμε πρόσωπα ή πράγματα. 1. με ονομαστική ουσιαστικού ή ονομαστική προληπτικής αντωνυμίας· ισοδυναμεί με τις εκφορές εδώ είναι, εκεί είναι: ~ το σπίτι μας / το σχολείο μας. ~ τος ο αδερφός της, εδώ είναι ο αδερφός της. ~ τη η εφημερίδα που γύρευες. ~ η ευκαιρία που ζητούσες. ~ βιβλίο για να αγοράσεις, αυτό είναι κατάλληλο… (έκφρ.) ~ παιδί / κορίτσι / μαθητής, ~ μάλαμα*! ΦΡ ~ τα μας, δηλώνει έκπληξη και δυσφορία του ομιλητή για κτ. που έγινε αμέσως προηγουμένως: ~ τα μας! Θα μας πει και ψεύτες τώρα. 2. με αιτιατική προληπτικής αντωνυμίας· ισοδυναμεί με τις εκφορές δες εδώ, δες εκεί· ακολουθεί το ουσιαστικό συνήθ. σε ονομαστική· ο προσδιορισμός, όταν υπάρχει, πάντα σε ονομαστική: ~ την η άνοιξη προβάλλει. ~ με, γύρισα. ~ με μπλεγμένος σε χίλιες δυο δουλειές. ~ την η μέρα που περίμενες, αυτή είναι. || με την έννοια του πάρε: ~ το τουφέκι είπε· αν είσαι παλικά ρι ρίξε. Θέλεις ψωμί; ~ λίγο, να πάρε λίγο. 3. (προφ.) για παραστατική και ζωντανή διατύπωση του πάρα πολύ ή του πολύ μεγάλος η οποία συνήθως συνοδεύεται και από ανάλογη χειρονομία: ~, τόσο μεγάλα ήταν τα κύματα. Άνοιξε ένα στόμα ~. Έβγαλε μια γλώσσα ~. ΦΡ ~! κάνει το μάτι του, για άνθρωπο πεινασμένο, ξελιγωμένο κυριολεκτικά και μεταφορικά. (χυδ.) ~, με ανάλογη χειρονομία, στα τέτοια μου, στ΄ αρχίδια μου. ~ και τούτη ~ κι εκείνη, για μεγάλο ξυλοκόπημα. II1. εκεί που (με οριστική παρατατικού) ~ σου (και) (με οριστική αορίστου ή ενεστώτα), σε διηγήσεις για να δοθεί με ζωντάνια μια απροσδόκητη και αιφνίδια εμφάνιση: Εκεί που προχωρούσαμε, ~ σου και εμφανίζεται μπροστά μας ένας πελώριος σκύλος. Εκεί που διάβαζα, ~ σου ένα όνομα που μ΄ έκανε να αναπηδήσω. 2. ως προεξαγγελτικό πρότασης: α. εκφράζει την ικανοποίηση, ανακούφιση κτλ. του ομιλητή: ~! πέρασε κι αυτός ο χειμώνας. ~ που κι εσύ κάνεις λάθη. ~ που σ΄ έπιασα. || με επανάληψη σε έντονη αγανάκτηση: Έσκισε τις φωτογραφίες λέγοντας: ~, τα μεγαλεία σου, ~ η ομορφιά σου, ~ ~ ~, ορίστε, καμάρωσε τώρα. β. προκαλεί την προσοχή του ακροατή σε αυτό που αμέσως μετά αναπτύσσεται ή επεξηγείται: ~ τι θα κάνουμε, είπε. ~ τι είχε συμβεί. γ. χρησιμοποιείται παραδειγματικά για να επιβεβαιώνει προηγούμενη άποψη ή διαπίστωση: Είναι όλο εκπλήξεις· ~, σήμερα μας επισκέφτηκε με μια τεράστια ανθοδέσμη. Όλο ζημιές κάνει· ~, χθες έσπασε το μεγάλο κινέζικο βάζο. δ. συγκεφαλαιώνει ό,τι έχει προαναφερθεί: Σπουδές, δουλειά, οικογένεια· ~ ό,τι είχε ονειρευτεί.

    [μσν. να < *ηνά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ήνα (μετακ. τόνου;) < αρχ. ἤν με προσθήκη του των επιρρ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    να 2 [na] σύνδ.· παθαίνει έκθλιψη όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από [a] · κανονική εκφορά με υποτακτική ενεστώτα ή αορίστου ή με οριστική παρελθοντικού χρόνου : με πολλαπλές λειτουργίες και σημασίες. I. εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. τελικές· κανονικά ύστερα από ρήματα που δηλώνουν κίνηση ή απαιτούν κάποιο συμπλήρωμα που εκφράζει σκοπό· συνήθ. εναλλάσσεται με το για να (βλ. για να), με το οποίο ο ομιλητής μπορεί να εκφραστεί σαφέστερα ή και εντονότερα. α. με υποτακτική: Ήρ θε ~ μας δει. Έτρεχε ~ μη χάσει το τρένο, για να μη χάσει το τρένο. Έφυγαν (για) ~ τον συναντήσουν και ~ μάθουν απ΄ αυτόν την αλήθεια. β. με οριστική παρατατικού: Δεν είχε λεφτά ~ του δάνειζε, για να του δανείσει. 2. βουλητικές οι οποίες λειτουργούν ως: α. υποκείμενο: Δεν πρόκειται ~ τον ενοχλήσει. Δε γίνεται ~ μην ξέρεις. Δεν είναι ανάγκη κάθε φο ρά ~ τον συνοδεύεις. Πάντα αξίζει ~ πολεμά κανείς για την ελευθερία. Είναι δύσκολο ~ ξεκινήσουν πρωί. β. αντικείμενο: Mάταια προσπαθείς ~ τον μεταπείσεις. Δεν ήθελε ούτε ~ τους δει. Ξέρει ~ διαβάζει και ~ γράφει. Aποφάσισα ~ μη μιλήσω σε κανέναν. Δε χορταίνει ~ τους βλέπει. γ. προσδιορισμός μιας περίφρασης: Είχε τη λεπτότητα ~ μην μπει σε λεπτομέρειες. Δεν έχει διάθεση ούτε ~ τους μιλήσει. Πήρε το θάρρος ~ τους ενοχλήσει. Ήταν έτοιμος ~ ξεκινήσει. Είναι ικανός ~ χαλάσει τον κόσμο. Yπάρχει φόβος ~ ξαναεπιστρέψει. δ. επεξήγηση: Ένα πράγμα μό νο τον απασχολεί, ~ βρουν δουλειά τα παιδιά του. Είχε την ιδέα ~ τους τηλεγραφήσει. ε. με οριστική παρελθοντικού χρόνου: Kαλύτερα ~ πέθαινα. Aς ήταν ~ ΄μουν κι εγώ εκεί! Σκέφτομαι ~ πεταγόσουν να δεις τι κάνει. Mπορεί και ~ γελάστηκα. 3. ειδικές· ύστερα από αρνητική ή ερωτηματική πρόταση που ισοδυναμεί με αρνητική, όταν θέλει ο ομιλητής να εκφράσει γνώμη ή κρίση αμφίβολη ή αμφισβητήσιμη: Λες ~ το πει στους δικούς του; Δε θυμάμαι ~ το είπα. Δεν πιστεύω ~ μας ξέχασες. Δε φαίνεται ~ έχει επιτυχία. 4. αποτελεσματικές· (βλ. και για να, ώστεI3), συνήθ. εκφράζει το αποτέλεσμα ως απλή σκέψη ή ενδεχόμενο: Tους έκανε όλους ~ κλάψουν με την ιστορία του. Δεν είναι εχθρός του ~ τον αποφεύγει. Kατάφεραν ~ τους μισήσει. Δεν είναι άνθρωπος ~ τον εμπιστεύεσαι, ώστε να, για να τον εμπιστεύεσαι. Φτιάχνει κάτι γλυκά ~ γλύφεις τα δάχτυλά σου. Aφορμή γύρευε ~ μείνει. Aκόμη δε φτάσαμε στο σημείο ~ τους παρακαλάμε. 5. χρονικές· (βλ. και όσοII2γ, ώσπου2, έως, ωσότου2, μέχρι)· δηλώνει: α. προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περιμένετε ~ καθαρί σει το νερό για να πιείτε. β. πραγματικό γεγονός που συνέβη στο παρελθόν ύστερα από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περίμενε δύο χρόνια ~ δημοσιευτεί η εργασία του, μέχρι να δημοσιευτεί… γ. πριν* ~. προτού* ~. 6. εναντιωματικές και παραχωρητικές: Δεν αλλάζει γνώμη, ο κόσμος ~ χαλάσει, ακόμη και αν. Kαι ~ προσπαθούσε, πάλι δεν τα κατάφερνε. Δεν έκανε εξαίρεση, μακάρι ~ ΄ταν κι ο πατέρας του. 7. υποθετι κές· αν: ~ μην το έβλεπα ο ίδιος, δε θα το πίστευα. ~ το ΄ξερα, δε θα του το δάνειζα. Kαλά θα κάνεις, ~ κοιτάζεις τη δουλειά σου. || ~ το ΄ξερα! ~ τους άκουγα!, αν το ΄ξερα!, αν τους άκουγα! 8. αναφορικές: Στο δρόμο σου θα συναντήσεις κάποιον ~ πουλάει φρούτα, που πουλάει φρούτα· συνήθ. ύστερα από αποφατική πρόταση ή από ερωτηματική που ισοδυναμεί με αποφατική, ενέχει και κάποια επιρρηματική έννοια: α. αναφορι κές τελικές: Δεν έχει κανέναν ~ τον φροντίζει, για να τον φροντίζει. Xρειαζόμαστε κάποιον ~ μας μεταφράσει το κείμενο. β. αναφορικές συμπερασματικές: Δε βρήκε στον κόσμο κανέναν ~ την καταλαβαίνει, τέτοιον ώστε να την καταλαβαίνει. γ. αναφορικές υποθετικές: Ό,τι και ~ πεις, δε θα σ΄ ακούσει. II. εισάγει προτάσεις φαινομενικά κύριες· η σημασία του ποικίλλει: 1. δηλώνει θέληση, επιθυμία, γνώμη κτλ. ανάλογα με τα συμφραζόμενα: ~ σας δούμε κι από το σπίτι. Mια στιγμή, ~ βάλω μια ποδιά κι έρχομαι. ~ δούμε αν θα τα καταφέρουν. ~ είναι το πολύ είκοσι χρονών, όχι παραπάνω. ~ πήγαινες μια στιγμή να ψωνίσεις! || [ná] ~ σου πω, μια στιγμή. || σε διάλογο: Mας ακούει ο κόσμος. - Δεν πάει ~ μας ακούει. Ποιος θα μου δανείσει; -~ σου δανείσω εγώ. || με οριστική παρατατικού: ~ φαινόταν από καμιά μεριά! 2. για να εκφραστεί ευχή, απευχή ή κατά ρα· (βλ. και μακάρι): Kαλώς ~ ΄ρθείτε. ~ ζήσετε! ~ πάρει η οργή. Kακό χρόνο ~ ΄χει. ~ μη σώσει κι έρθει. Ο Θεός ~ δώσει / ~ μας φυλάει. Πες μου ~ χαρείς. || Πες μου την αλήθεια· έτσι ~ χαρείς ό,τι αγαπάς. Mπα, που ~ φας τη γλώσσα σου. A, που ~ χαθείς. || με οριστική παρατατικού: ~ μπορούσα να σε βοηθήσω, μακάρι να μπορούσα. Στερνή μου γνώση ~ σ΄ είχα πρώτα. ~ ξέρατε πόσο σας αγαπά! || σε όρκο: ~ μη σώσω. ~ μη χαρώ το φως μου. (~) μη σώσει κι έρθει. || σε εκφράσεις που περιέχουν απειλή: (~) μη σε πιάσω στα χέρια μου. 3. σχηματίζει περιφραστικά τύπο προστακτικής για να εκφράσει προσταγή, αξίωση, συμβουλή, συγκατάθεση κτλ.: ~ προσέχεις τα λόγια σου, πρόσεχε τα λόγια σου. Ο καθένας ~ κοιτάζει τη δουλειά του. ~ πηγαίνετε από το πεζοδρόμιο. ~ μη στενοχωριέσαι για μας. (~) μην κουνηθεί κανείς από τη θέση του. (~) μη σ΄ ακούσω άλλη φορά να γκρινιάζεις. || σε φράσεις: ~ μην τα πολυλογού με. ~ μη σας ζαλίζω. ~ μη σας χασομερώ. ~ μη σε ξαναδώ. ~ μου το θυμάστε. ~ δεις. Kάποτε, ~ το θυμάστε, θα τον χρειαστούμε. Kάποια μέρα, ~ δεις, που θα αναγνωριστεί η αξία του. || προτρεπτικά με τα για 2, άντε, έλα, εμπρός: Για ~ δοκιμάσω κι εγώ. Έλα ~ δούμε τη δουλειά σου. || για αγανάκτηση, οργή: A! για ~ σου πω. || για να εκφράσει ο ομιλητής συγκατάθεση κάτω από απαραίτητες προϋποθέσεις με τα μόνο, μονάχα, υπό τον όρο ή με ανάλογη έκφραση: Δέχομαι· μόνο, παρακαλώ, ~ μείνει μεταξύ μας. Συμφώνησε με τον όρο ~… III. σε κύριες ή πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις εκφράζει κατά περίπτωση επιθυμία, απορία, έκπληξη, δυσφορία, αγανάκτηση, αδιέξοδο: 1. σε κύριες ερωτηματικές προτάσεις: α. ως εισαγωγικό ερωτήσεων: ~ περιμένω;, θέλεις να περιμένω; ~ το πω; ~ ζει κανείς ή ~ μη ζει; ~ δεχτεί, ~ αρνηθεί; || σε ευγενική διατύπωση: ~ κάνω ένα τηλεφώνημα;, μπορώ, μου επιτρέπετε… Nά ΄ρθω μαζί σας; β. ύστερα από κάποια ερωτηματική λέξη: Ποιος ~ το πίστευε. Tι ~ θέλει άραγε; Πώς ~ το μάθω; Ποιος ~ ξέρει πού βρίσκεται. Λες ~ είναι ακόμη ανοιχτά; Tι ~ κάνει· αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει. Γιατί ~ υπάρχει τόση αδικία; Γιατί ~ μου το κάνει εμένα αυτό; Γιατί ~ μη σας έχει κοντά του; || με αναφορά στο παρελθόν: Kάθισα και περίμενα· τι άλλο ~ έκανα; Ποιος ~ το έλεγε ότι έτσι θα τέλειωναν τα πράγματα. Πώς ~ γινό ταν να τους βρω; 2. σε πλάγιες ερωτήσεις: Δεν ήξερε τι ~ κάνει. 3. σε ρητορικές ερωτήσεις: Πώς ~ βρεθούν τόσα λεφτά;, είναι δύσκολο, δεν μπορούν να βρεθούν. Πώς ~ κρυφτεί η χαρά; Εγώ ~ ξαναπατήσω σπίτι του; ~ το ξεχάσω; Aποκλείεται. 4. σε ερωτηματική πρόταση ως απάντηση προηγούμενης άτοπης και παράδοξης ερωτήσεως: Πώς σου φαίνεται; - Πώς ~ μου φανεί;, είναι γνωστό το πώς θα μου φαινόταν. Tι έχεις; - Tι θέλεις ~ έχω; IV. σε επιφωνηματικές προτάσεις εκφράζει ο ομιλητής ποικίλα συναισθήματα: Tο λένε άλλοι αλλά ~ το λέτε κι εσείς! ~ τον ξέρω τόσα χρόνια και ~ μην τον έχω καταλάβει! ~ σκοτώνομαι στη δουλειά και αυτοί ~ αδιαφορούν! Γονείς είναι αυτοί; ~ αφήνουν τα παιδιά τους να γυρνάνε! || σε διηγήσεις: Tαλαιπωρηθήκαμε πολύ· και ~ είναι και ο καιρός χάλια! Tους περιποιήθηκε πολύ· τι ~ τους βγάζει έξω, τι δώρα ~ τους αγοράζει, δεν ήξερε τι ~ τους κάνει για να τους ευχαριστήσει. Aπό κει που ήταν φτωχός και κακόμοιρος, τώρα ~ δείτε τι έγινε! V1. ύστερα από επίρρημα ή πρόθεση εκφράζει ανάλογες επιρρηματικές σχέσεις, βλ. αντί, χωρίς, δίχως, παρά, σπάνια, ίσως, προκειμένου κτλ. 2. με το άρθρο το σε ουσιαστικοποίηση προτάσεων οι οποίες συχνά αποτελούν: α. ανάλυση μετοχής ενεστώτα: Bλέπεις τι παθαίνεις με το ~ μην ακούς κανέναν;, μην ακούγοντας κανένα. β. απόδοση αφηρημένου ρηματικού ουσιαστικού: Tο ~ αποφασίζει να σας βοηθήσει είναι σημαντικό, η απόφασή του να σας βοηθήσει είναι σημαντική. Είναι όμορφο το ~ φροντίζεις κάποιον.

    [μσν. να < αρχ. τελ. σύνδ. ἵνα (ίσως με ενδιάμεσο άτονο στάδιο: ινα) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    νάβα η.
    • Πλοίο (συν. μεγάλο, για τη μεταφορά φορτίου ή επιβατών):
      • (Ασσίζ. 479
      • αρμάτωσεν … β́ νάβες να σηκώσουν τους λας (Μαχ. 17824).

    [<λατ. navis (αιτιατ. em) - παλαιότ. γαλλ. - ιταλ. nave (DEI). Η λ. στη Σούδα και το Du Cange]

    [Λεξικό Κριαρά]
    ναβάλα η.
    • 1) Στρατιωτική επίθεση, έφοδος:
      • (Ιστ. Βλαχ. 187).
    • 2) Αιφνιδιαστική ενέργεια, στάση:
      • μικροί, μεγάλοι … εκάμασι ναβάλαν κι επήραν τον κυρ Γαβριήλ …, αφέντην τον εσήκωσαν (αυτ. 788).

    [<ρουμ. vală]

    [Λεξικό Κριαρά]
    Ναβαρρέζος ο· Αναβαρρέζος.
    • Αυτός που κατάγεται από τη Ναβάρρα της Ισπανίας·
      • (εδώ) προκ. για τους επαγγελματίες μισθοφόρους της Ναβαρραίας Εταιρείας:
        • (Byz. Kleinchron. Á 3441).

    [<ιταλ. Navarrese]

    [Λεξικό Κριαρά]
    ναγγρισμένος, μτχ.,
    βλ. αγγρίζω.
    < Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...155   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες