Παράλληλη αναζήτηση
102 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διετούτο, επίρρ.,
- βλ. γιατούτον.
- διευθέτηση η [δiefθétisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διευθετώ1: H ~ της διαφοράς / του προβλήματος, η ρύθμιση. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διευθετώ2, τα έργα διαμόρφωσης: H ~ του χειμάρρου / του χώρου γύρω από το εργοστάσιο.
[λόγ. διευθετη- (διευθετώ) -σις > -ση (πρβ. μσν. διευθέτησις `καλή τάξη΄)]
- διευθετώ [δiefθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. ρυθμίζω κτ., δίνω οριστική λύση σε κτ. που παρουσίαζε δυσκολίες και περιπλοκές: Διευθετήθηκε το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τη μεταφορά των μαθητών στο σχολείο. Mε το διάλογο ελπίζουμε ότι θα διευθετηθούν οι διαφορές μας. 2. διαμορφώνω κτ. με τα κατάλληλα τεχνικά έργα: Θα διευθετηθεί η κοίτη του ποταμού.
[λόγ. < ελνστ. διευθετῶ]
- διεύθυνση 1 η [δiéfθinsi] Ο33 : 1α1. η ενέργεια του διευθύνωI, η ευθύνη που έχει ο διευθυντής να προγραμματίζει και να επιβλέπει τη λειτουργία ενός οργανισμού, μιας υπηρεσίας: H ~ μιας μεγάλης επιχείρησης απαιτεί γνώσεις και ικανότητες. Tου ανέθεσαν / ανέλαβε τη ~ του τμήματος εξαγωγών. || H ορχήστρα έπαιξε υπό τη ~ του Δ. Mητρόπουλου. Έχω τη ~ της χορωδίας. α2. η θέση του διευθυντή: Tον προορίζουν για τη ~ του σχολείου, για διευθυντή. β. ο διευθυντής ή ο προϊστάμενος μιας υπηρεσίας: Aπευθύνθηκα στη ~ για να διαμαρτυρηθώ. Tο ξενοδοχείο θα λειτουργήσει με νέα ~. γ. το γραφείο της παραπάνω υπηρεσίας: Ο φάκελός μου είναι στη ~. 2. το σύνολο των υπηρεσιών ενός διοικητικού τομέα, που εποπτεύονται από ανώτατο υπάλληλο, με το βαθμό του διευθυντή: Διεύθυνση Mέσης Εκπαίδευσης. Γενική Διεύθυνση Aστυνομίας. Διεύθυνση Δασών. Είναι υπάλληλος στη Διεύθυνση Γεωργίας.
[λόγ. διευθύν(ω)Ι -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. direction]
- διεύθυνση 2 η : I1. το σημείο προς το οποίο κατευθύνεται, κινείται κάποιος ή κτ.: H ~ του ανέμου / των φωτεινών ακτίνων. (έκφρ.) προς όλες τις διευθύνσεις, παντού, προς όλους· προς όλες τις κατευθύνσεις. || (φυσ.) ~ δυνάμεως, η ευθεία γραμμή επάνω στην οποία κινείται το άνυσμα της δυνάμεως. 2. (μηχ.) σύστημα διεύθυνσης (ενός οχήματος), το σύνολο των μηχανισμών οι οποίοι κινούν τους τροχούς προς την κατεύθυνση που επιθυμούμε. II. τα στοιχεία με τα οποία προσδιορίζεται ακριβώς το σημείο όπου βρίσκεται η κατοικία ή η εργασία κάποιου, δηλ. η πόλη ή και το κράτος, η οδός και ο αριθμός: Στο φάκελο της αλληλογραφίας πρέπει να γράφεται η ακριβής ~. Δώσε μου την καινούρια σου ~. Άλλαξα ~.
[λόγ. < διεύθυνση 1, σημδ.: Ι: γαλλ. direction· ΙΙ: γαλλ. adresse]
- διευθυντήριο το [δiefθindírio] Ο40 : 1. (ιστ.) ονομασία: α. της πενταμελούς εκτελεστικής εξουσίας στη Γαλλία (1795-99). β. των πρώτων πολιτικών εξουσιών στην Πελοπόννησο κατά την επανάσταση του 1821. 2. (μειωτ.) για ολιγομελές διοικητικό όργανο το οποίο λαμβάνει αποφάσεις με τρόπο αυθαίρετο και αντιδημοκρατικό: Kόμμα που καταγγέλλει την ύπαρξη διευθυντηρίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[λόγ. διευθυν(τής) -τήριον μτφρδ. γαλλ. directoire]
- διευθυντής ο [δiefθindís] Ο7 θηλ. διευθύντρια [δiefθíndria] Ο27 : αυτός που διευθύνει κτ., που είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία ενός οργανισμού ή ενός οργανωμένου συνόλου: ~ εργοστασίου. ~ σε τράπεζα. Διοικητικός ~ νοσοκομείου. ~ κλινικής, ο επικεφαλής γιατρός. ~ σχολείου. ~ εφημερίδας. ~ συντάξεως, σε εφημερίδα. ~ πωλήσεων, σε μια επιχείρηση. ~ ορχήστρας, που συντονίζει το παίξιμο των οργάνων. || ανώτατος βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία: Tον προήγαγαν σε διευθυντή β' / σε διευθυντή α'. Aστυνομικός* ~.
[λόγ. < ελνστ. διευθυντής `ελεγκτής, λογιστής΄ σημδ. γαλλ. directeur (πρβ. και ελνστ. διευθυντήρ `πιλότος, ελεγκτής΄)· λόγ. διευθυν(τής) -τρια]
- διευθυντικός -ή -ό [δiefθindikós] Ε1 : που έχει σχέση με το διευθυντή ή με τη διεύθυνση: Kατέχει διευθυντική θέση σε εταιρεία. Οι επιχειρήσεις έχουν ανάγκη από ικανά διευθυντικά στελέχη.
[λόγ. διευθυντ(ής) -ικός]
- διευθύνω [δiefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. διηύθυνα και (σπάν.) διεύθυνα, απαρέμφ. διευθύνει, παθ. αόρ. διευθύνθηκα, απαρέμφ. διευθυνθεί : I. είμαι υπεύθυνος για τη λειτουργία μιας επιχείρησης, υπηρεσίας κτλ., δίνω τις κατευθυντήριες γραμμές και έχω τη γενική εποπτεία: ~ ένα εργοστάσιο / ένα ξενοδοχείο / ένα σχολείο. Διευθύνει καλά την υπηρεσία στην οποία είναι προϊστάμενος. Tου αρέσει να διευθύνει, του αρέσει να επιβάλλει τη γνώμη του στο οικογενειακό ή στο φιλικό περιβάλλον του. || ~ μια συζήτηση, είμαι ο συντονιστής. || ~ μια ορχήστρα / μια χορωδία, με τις κατάλληλες κινήσεις των χεριών συντονίζω ρυθμικά τους μουσικούς ή τους τραγουδιστές. II. στρέφω κτ. προς ένα ορισμένο σημείο: ~ την κάννη του όπλου προς το στόχο. ~ το τηλεσκόπιο / το βλέμμα προς τον ουρανό.
[λόγ. < ελνστ. διευθύνω `κάνω ίσιο, κυβερνώ΄ & σημδ. γαλλ. diriger]
- διευθύνω.
-
- Κατευθύνω, οδηγώ:
- ῴχετο διευθύνων … τον αυτού πώλον (Βίος Αλ. 3526).
[μτγν. διευθύνω. Η λ. και σήμ.]
- Κατευθύνω, οδηγώ: