Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Διε%
102 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
διέ ο.
  • «Δεκανός», αξιωματούχος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας:
    • (Βουστρ. 1177).

[<παλαιότ. γαλλ. dien]

[Λεξικό Κριαρά]
διε, αόρ. προστ.,
βλ. βλέπω.
[Λεξικό Κριαρά]
διεβεντίζω,
βλ. γιβεντίζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεγείρω [δiejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) μππ. διεγερμένος : προκαλώ μια αντίδραση. 1. για ερέθισμα που ενεργοποιεί μια φυσική ή νοητική λειτουργία η οποία βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή σε αδράνεια: Ο εγκέφαλος διεγείρεται μέσο των αισθητήριων οργάνων. Οσμές που διεγείρουν την όρεξη. H καφεΐνη διεγείρει το νευρικό σύστημα. Παραστάσεις που διεγείρουν το ενδιαφέρον / τη φαντασία. 2. (υπ. έμψ.) με τη συμπεριφορά μου ή με τα μέσα που χρησιμοποιώ προκαλώ ή κάνω πιο έντονο ένα συναίσθημα ή μια ψυχική κατάσταση: Είχε την ικανότητα να διεγείρει τα πλήθη, να προκαλεί τον ενθουσιασμό τους. Mε εμπρηστικά συνθήματα διεγείρει τον όχλο, τον εξωθεί σε βιαιότητες. 3. (ειδικότ.) προκαλώ ή αυξάνω τη σεξουαλική επιθυμία κάποιου: H παρουσία της διεγείρει τους άντρες. Διεγείρεται εύκολα. Ορισμένες φυτικές ουσίες λέγεται ότι διεγείρουν.

[λόγ.: 1: ελνστ. διεγείρω· 2, 3: σημδ. γαλλ. exciter]

[Λεξικό Κριαρά]
διεγείρω· διηγείρω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Σηκώνω κάπ.:
        • (Ιερακοσ. 51111
      • β) ξεσηκώνω, εξεγείρω:
        • διεγείρεις τον σον αδελφόν κατά του Μουσταφά (Δούκ. 21515
      • γ) παρακινώ, παροτρύνω:
        • ο είς τον έτερον διεγείρει (Χειλά, Χρον. 348).
    • 2) (Προκ. για πόλεμο) υποκινώ:
      • (Ιστ. Βλαχ. 705).
    • 3) (Προκ. για όρεξη) προκαλώ:
      • (Ιερακοσ. 50130).
  • II. (Μέσ.) σηκώνομαι:
    • Γοργόν δέ διεγείρεται, πηδά, καβαλικεύει (Διγ. Z 3117).

[αρχ. διεγείρω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διεγέρνω,
βλ. γιαγέρνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διέγερση η [δiéjersi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διεγείρω. 1. η αντίδραση σε εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα και η κατάσταση της αυξημένης δραστηριότητας που δημιουργείται: H ~ του νευρικού συστήματος. Εγκεφαλική / σεξουαλική ~. ~ του ενδιαφέροντος / των συναισθημάτων οργής. || Σεισμική ~. || (ιατρ.) κατάσταση άγχους με έντονες κινητικές αντιδράσεις, που αποτελεί σύμπτωμα σε πολλές ψυχικές παθήσεις: Bρίσκεται σε διαρκή ~. 2. (φυσ.) δημιουργία μαγνητικού κυκλώματος για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος· ηλεκτρική διέγερση.

[λόγ.: 1: ελνστ. διέγερ(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. excitation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεγερσιμότητα η [δiejersimótita] Ο28 : η ικανότητα των ζωντανών κυττάρων να διεγείρονται, να δέχονται ερεθίσματα και να αντιδρούν σε αυτά.

[λόγ. *διεγέρσιμ(ος < διέγερσ(ις) -ιμος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. excitabilité]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεγέρτης ο [δiejértis] Ο10 : (τεχν.) ονομασία οργάνων ή άλλων μέσων που προκαλούν διέγερση2.

[λόγ. διεγερ- (διεγείρω) -της μτφρδ. γαλλ. excitant]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεγερτικός -ή -ό [δiejertikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να διεγείρει κτ. που λειτουργεί υποτονικά, συνήθ. για ουσίες που κρατούν σε υπερένταση το νευρικό σύστημα. ANT κατασταλτικός: Διεγερτικά φάρμακα. Tο αλκοόλ είναι διεγερτικό. || (ως ουσ.) τα διεγερτικά, διεγερτικές ουσίες: Aπαγορεύεται η χρήση διεγερτικών από τους αθλητές, για την αύξηση της απόδοσής τους. διεγερτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διεγερτικός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες