Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οδεύω [oδévo] Ρ5.1α : 1. (λόγ.) διανύω μια απόσταση με τα πόδια, βαδίζω, πηγαίνω κάπου. 2. (μτφ.) βαδίζω προς μια κατεύθυνση, ακολουθώ έναν προορισμό: Πού οδεύουμε, κύριοι; || Πρόβλημα που οδεύει προς τη λύση του.
[λόγ. < αρχ. ὁδεύω `πηγαίνω, ταξιδεύω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- οδεύω· οδεύγω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1)
- α) Προχωρώ, οδοιπορώ, βαδίζω, πηγαίνω (κάπου):
- (Βίος Αλ. 2986), (Διγ. Z 2454), (Ιμπ. (Legr.) 251), (Πιστ. βοσκ. III 2, 10)·
- (προκ. για στρατεύματα):
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 495)·
- (μεταφ.):
- η ζήλεια με τον έρωτα αντάμα αυτά οδεύουν (Δεφ., Λόγ. 373)·
- β) (μεταφ.) συμβαίνω, εκτυλίσσομαι:
- ήθελα να πεις το πράμα πώς οδεύγει (Ροδολ. Έ 493)·
- γ) (μεταφ.) ζω, φέρομαι με ορισμένο τρόπο:
- Με τους απίστους άπιστος, δίχως την πίστη οδεύγει (Ζήν. Δ́ 14· Φαλιέρ., Ενύπν. 126).
- α) Προχωρώ, οδοιπορώ, βαδίζω, πηγαίνω (κάπου):
- 2)
- α) Πραγματοποιώ μια πορεία, ένα ταξίδι:
- (Χρον. Μορ. H 8129), (Αλεξ. 2708), (Ερωφ. Ά 216)·
- (μεταφ. προκ. για τον ήλιο):
- βασιλεύει ο ήλιος από λόγου μας κι εις άλλα μέρη οδεύει (Σουμμ., Παστ φίδ. Έ [476])·
- β) (προκ. για ουράνια σώματα) διαγράφω τροχιά:
- τ’ άστρα, πλανήτες, κύκλους τως και στράτες, απ’ οδεύγου στον ουρανό … (Ροδολ. Ά 435).
- α) Πραγματοποιώ μια πορεία, ένα ταξίδι:
- 3)
- α) Κατευθύνομαι:
- (Λεηλ. Παροικ. 212), (Χούμνου, Κοσμογ. 305)·
- εις τσ’ άγριους (ενν. τόπους) οδεύγω (Πανώρ. Ά 106)·
- β) κινούμαι ορμητικά προς κάπ.· εφορμώ, επιτίθεμαι:
- (Λίβ. Esc. 3714)·
- Ο Διγενής … απάνω εις το στράτευμα σαν λέοντας οδεύει (Διγ. O 1948).
- α) Κατευθύνομαι:
- 4) Εκστρατεύω:
- Αλέξανδρος συν πάσῃ τῃ δυνάμει προς την Συρίαν ώδευε (Βίος Αλ. 1531).
- 5)
- α) Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι:
- όδεψε από την Λουμπαρδίαν, στην Βενετίαν εσώσεν (Χρον. Μορ. H 496)·
- β) (μεταφ.) φεύγω (από το σωστό δρόμο), παραστρατίζω:
- (Φορτουν. Ά 366).
- α) Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι:
- 6) Περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω:
- γιακείνον ολομόναχη 'ς τούτα τα δάση οδεύγεις (Πανώρ. Β́ 80· Χούμνου, Κοσμογ. 1044)·
- (προκ. για την ψυχή):
- τ’ αδερφού μου την ψυχή, που πρικαμένη οδεύγει επά κι εκεί, … (Ροδολ. Ά 645).
- 7) Έρχομαι:
- τις είσαι, αδελφέ, πόθεν οδεύεις ώδε; (Λόγ. παρηγ. O 580· Χούμνου, Κοσμογ. 1307).
- 1)
- Β́ Μτβ.
- 1)
- α) (Με σύστ. αντικ.) πορεύομαι, βαδίζω, περπατώ· ακολουθώ:
- ρωτούν τους … της Ρωμανίας την οδόν διατί δεν την οδεύουν (Διγ. O 768)·
- (σε μεταφ.):
- όλοι γινώσκουσι το πως κακήν οδόν οδεύουν (ενν. οι εχθροί) (Ιστ. Βλάχ. 2692)·
- β) (με είδος σύστ. αντικ. τις λ. εμπασά, δρόμος, στράτα):
- (Χούμνου, Κοσμογ. 705), (Θησ. Δ́ [28]), (Λίβ. Esc. 3077)·
- (σε μεταφ. με τις λ. στράτα, τρίβος):
- όποιος την στράταν του Χριστού ορέγεται να 'δεύγει … (Φαλιέρ., Λόγ. 35· Αξαγ., Κάρολ. Έ 1369).
- α) (Με σύστ. αντικ.) πορεύομαι, βαδίζω, περπατώ· ακολουθώ:
- 2) (Με αιτιατ. τόπου) διέρχομαι διαμέσου, διασχίζω:
- την Λουμπαρδίαν οδέψαν (ενν. οι Φράγκοι καβαλάροι), στο Μουφαράν εσώσασι (Χρον. Μορ. H 374· Βίος Αλ. 4326), (Ριμ. Βελ. ρ 809)·
- (σε μεταφ.):
- τα λιβάδια τα γλυκιά τση ζήσης, απ’ οδεύγει (ενν. η γυναίκα), … (Ροδολ. Β́ 351).
- 3)
- α) Οδηγώ, φέρνω κάπ. κάπου·
- (εδώ με υποκ. το Χάροντα):
- (Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 4)·
- (εδώ με υποκ. το Χάροντα):
- β) (μεταφ.) κάνω κάπ. να περιέλθει σε μια κατάσταση:
- η τύχη μου με καλοριζικεύγει … κι εισέ χαρές μ’ οδεύγει (Ροδολ. Β́ 520)·
- γ) (με αιτιατ. προσώπου και είδος σύστ. αντικ.) οδηγώ κάπ. διαμέσου:
- δεν τους όδεψεν ο Θεός στράτα ηγή των Φελισθίμ (Πεντ. Έξ. XIII 17).
- α) Οδηγώ, φέρνω κάπ. κάπου·
- 4) Διευθύνω, βάζω σε δρόμο, «κυβερνώ»:
- αυτά Θεός οδεύει, θάλασσαν, γην και ουρανόν (Χούμνου, Κοσμογ. 827).
- 5)
- α) Καθοδηγώ, κατευθύνω:
- Μα 'ναι (ενν. τα μάτια του λογισμού) τυφλά κι εκείνα, όντα η αίσθησίς μας δεν τα 'δεύγει; (Πιστ. βοσκ. IV 5, 133)·
- β) (μεταφ.):
- (Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 14)·
- γ) (ηθ.) υποδεικνύω το σωστό τρόπο ζωής, συμπεριφοράς, νουθετώ:
- (Πεντ. Δευτ. XXXII 12)·
- διά τούτο καθεείς … τ’ αρσενικά του τα παιδιά καλά να τα οδεύει (Βεντράμ., Γυν. 252)·
- δ) συμμορφώνω, σωφρονίζω:
- (Δεφ., Λόγ. 562)·
- ε) (μεταφ.) (καθ)οδηγώ κάπ. (ιδίως στο κακό), «δασκαλεύω»:
- (Συναξ. γυν. 25).
- α) Καθοδηγώ, κατευθύνω:
- 6) (Προκ. για όχημα) κάνω να κινείται, να προχωρεί:
- (Πεντ. Έξ. XIV 25).
- 1)
[αρχ. οδεύω. Ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ά Αμτβ.