Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμφυλος -η -ο [émfilos] Ε5 : (βιολ.) Έμφυλη γένεση, που γίνεται με τη συμμετοχή και των δύο φύλων, και του αρσενικού και του θηλυκού.
[λόγ. εμ- (δες εν-) φύλ(ον) -ος (διαφ. το αρχ. ἔμφυλος `που ανήκει στην ίδια φυλή΄)]