Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελλόγιμος -η -ο [elójimos] Ε5 : (παρωχ., λόγ.) ως φιλοφρονητική προσηγορία ανθρώπου των γραμμάτων, λογίου· συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό: Ελλογιμότατε κύριε
[λόγ. < ελνστ. ἐλλόγιμος `εύγλωττος΄, αρχ. σημ.: `σεβάσμιος΄]