Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλόθεν, επίρρ.· αλλούθε.
-
- Aπό άλλο μέρος, από αλλού:
- τρύπες αλλόθεν κάναν (Aχέλ. 1862).
[αρχ. επίρρ. άλλοθεν με καταβιβ. του τόνου. O τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- Aπό άλλο μέρος, από αλλού: