Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀνατίθημι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ανατίθημι.
  • I. Eνεργ.
    • α) αναθέτω κ., παραδίδω κάπ.:
      • ο εις ομήρους ανατεθείς παρά του Mουσουλμάν (Δούκ. 1354
    • β) φρ. ανατίθημι μνημόσυνον = δίνω ευκαιρία σε κάπ. να με μνημονεύει:
      • (Δούκ. 14517‑8).
  • II. (Mέσ.) ανακοινώνω, γνωστοποιώ, εμπιστεύομαι σε κάπ. κ.:
    • την βουλήν σοι ανεθέμην μόνῃ (Διγ. Z 765).

[αρχ. ανατίθημι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες