Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όστια η [óstia] Ο27 : ο άζυμος άρτος που χρησιμοποιείται από την καθολική εκκλησία για τη μετάληψη των λαϊκών.
[λόγ. < ιταλ. ostia]
[Λεξικό Κριαρά]
- όστια η· όστα.
-
- Ο άρτος της θείας κοινωνίας στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία:
- ο ιερεύς ύψωσεν την όσταν και το αίμαν (Μαχ. 5143).
[<λατ. hostia. Η λ. στο Somav. II (λ. hostia, γρ. ώ‑) και σήμ.]
- Ο άρτος της θείας κοινωνίας στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία:
[Λεξικό Κριαρά]
- οστία τα,
- βλ. οστούν.
[Λεξικό Κριαρά]
- οστιάριος ο.
-
- Τίτλος πολιτικός και εκκλησιαστικός στο Βυζαντινό Κράτος·
- (εδώ) αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής, συν. ευνούχος, με το καθήκον της παρουσίασης αξιωματούχων στο αυτοκρατορικό ζεύγος (Πλακογιαννάκης 2001: 71-2):
- οίκος Αντιόχου ευνούχου οστιαρίου (Hagia Sophia α 43918).
- (εδώ) αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής, συν. ευνούχος, με το καθήκον της παρουσίασης αξιωματούχων στο αυτοκρατορικό ζεύγος (Πλακογιαννάκης 2001: 71-2):
[<λατ. ostiarius. Η λ. τον 5. αι. (TLG), στη Σούδα και σε έγγρ. του 11. αι.]
- Τίτλος πολιτικός και εκκλησιαστικός στο Βυζαντινό Κράτος·