Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ώα η [óa] Ο25 : (φιλολ.) το άγραφο μέρος της σελίδας παλαιού χειρογράφου· περιθώριο: Bυζαντινό χειρόγραφο με σημειώσεις στην ~.
[λόγ. < αρχ. ᾤα `ούγια υφάσματος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωαγωγός ο [oaγoγós] Ο17 : (ανατ.) καθένας από τους δύο αγωγούς που συνδέει τις ωοθήκες με τη μήτρα· σάλπιγγαIIα: Οι ωαγωγοί παρέχουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο.
[λόγ. ω(ο)- + αγωγός μτφρδ. γαλλ. oviducte]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωάριο το [oário] Ο40 : (βιολ.) το γεννητικό κύτταρο που αναπτύσσεται στον οργανισμό του θηλυκού: Tο ώριμο ~ γονιμοποιείται από το αρσενικό γεννητικό κύτταρο, το σπερματοζωάριο, και παράγει το πρώτο εμβρυϊκό κύτταρο. Γονιμοποιημένα ωάρια. Άωρο ~, ωοκύτταρο.
[λόγ. < αρχ. ᾠάριον `μικρό αυγό΄ σημδ. γαλλ. ovule]