Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουστανέλα η [fustanéla] Ο25 : 1. φούστα από άσπρο ύφασμα με πολλές πτυχές, που φτάνει μέχρι το γόνατο και που αποτελεί τμήμα της ελληνικής ανδρικής εθνικής φορεσιάς: H ~ του τσολιά. || (επέκτ., προφ.) για ρούχο άκομψο, πολύ φαρδύ και κοντό. 2. (μτφ., παρωχ., ειρ.) χαρακτηρισμός κινηματογραφικών και θεατρικών έργων με ηθογραφικό περιεχόμενο.
[ιταλ. *fustanella υποκορ. του fustana (δες στο φουστάνι, ιταλ. -ella, υποκορ. επίθημα) ή μσνλατ. fustanella < fustaneum]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φουστανελάς ο [fustanelás] Ο1 : αυτός που φοράει φουστανέλα· (πρβ. τσολιάς): Ήρθαν μερικοί κουμπουροφόροι φουστανελάδες.
[φουστανέλ(α) -άς]