Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεσώνω [fesóno] -ομαι Ρ1 : (προφ., οικ.) 1. αφήνω ένα χρέος, μια οφειλή απλήρωτη: Tου δανείσαμε, επειδή είχε ανάγκη, κι αυτός μας φέσωσε κανονικά. 2. (κυρ. στην παθ. φωνή) α. παρακολουθώ ένα αποτυχημένο, κακής ποιότητας πνευματικό, καλλιτεχνικό συνήθ. δημιούργημα: Πήγαμε προετοιμασμένοι να δούμε μια πολύ καλή ταινία και τελικά φεσωθήκαμε. β. αναγκάζομαι να δεχτώ, να υποστώ κτ. δυσάρεστο, ανεπιθύμητο: Δε μας φτάνανε όλα τ΄ άλλα, το φεσωθήκαμε κι αυτό.
[φέσ(ι) -ώνω]