Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φέιγ βολάν το [féiγ volán] Ο (άκλ.) : έντυπο φύλλο χαρτιού με ενημερωτι κό, προπαγανδιστικό ή διαφημιστικό περιεχόμενο, που μοιράζεται χέρι χέ ρι στους δρόμους ή πετιέται από αεροπλάνο ή αυτοκίνητο· (πρβ. τρικ, προκήρυξη): Στεκόταν στη γωνία και μοίραζε ~.
[λόγ. < γαλλ. feuille volante (αποβ. του τελ. [t] αναλ. προς άλλα γαλλ. δάνεια σε -ν: βολάν)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φείδομαι [fíδome] Ρ αόρ. φείστηκα, απαρέμφ. φειστεί : (λόγ., πάντα με άρνηση) χρησιμοποιώ κτ. μετρημένα και συνετά· υπολογίζω, λογαριάζω. ANT σπαταλώ. α. (ιδ. για χρήματα) ξοδεύω, καταναλίσκω κτ. με μέτρο και οικονομία: Δε φείδεται χρημάτων / δαπανών προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. β. (για κόπους, προσπάθειες κτλ.): Δε φείστηκε κόπων / θυσιών προκειμένου να φέρει σε πέρας το έργο του, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. ΦΡ χρόνου φείδου, μην αφήνεις το χρόνο να περνάει άσκοπα, μη σπαταλάς το χρόνο σου.
[λόγ. < αρχ. φείδομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φειδώ η [fiδó] Ο γεν. φειδούς, αιτ. φειδώ (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) μέτρο, σύνεση, οικονομία στη χρήση, στη δαπάνη ή στην κατανάλωση κάποιου πράγματος. ANT σπατάλη: Ξόδευε με / σπαταλούσε / σκορπούσε χωρίς ~ τα χρήματά του.
[λόγ. < αρχ. φειδώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φειδωλεύομαι [fiδolévome] Ρ5.1β : διστάζω, λυπάμαι, δυσκολεύομαι να ξοδέψω, να διαθέσω, να δώσω κτ.· τσιγκουνεύομαι.
[λόγ. φειδωλ(ός) -εύω, -ομαι κατά το τσιγκουνεύομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φειδωλός -ή -ό [fiδolós] Ε1 : 1. που παρέχει, δίνει κτ. δύσκολα και όχι απλόχερα: H εισοδηματική πολιτική είναι φειδωλή σε αυξήσεις / παροχές. Είναι ~ σε υποσχέσεις / επαίνους / δηλώσεις. 2. που καταναλίσκει, που δαπανά ή διαθέτει κτ. με μέτρο και με σύνεση· οικονόμος2, σφιχτοχέρης, τσιγκούνης*. ANT σπάταλος, απλοχέρης1, χουβαρντάς.
φειδωλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φειδωλός]