Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύπτω [típto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : μόνο στην έκφραση με τύπτει η συνείδηση, έχω τύψεις συνειδήσεως.
[λόγ. < αρχ. τύπτω `χτυπώ΄, ελνστ. φρ. τύπτειν τήν συνείδησιν]