Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριχοφάγος ο [trixofáγos] Ο18 : δερματοπάθεια, μορφή αλωπεκίας, που προκαλεί την πτώση των μαλλιών κατά τόπους. || ανάλογη πάθηση του δέρματος που παρουσιάζεται κυρίως στα γένια.
[λόγ. < γαλλ. trichophage < αρχ. τριχ- (δες τρίχα) -ο- + φαγ- (τρώγω) -ος]