Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίλια 1 η [tríla] Ο25α : 1. (μουσ.) πολύ γρήγορη επανάληψη δύο συνεχόμενων φθόγγων που βρίσκονται σε απόσταση τόνου ή ημιτόνου. 2. τρόπος κελαηδήματος που μοιάζει με τη μουσική τρίλια: Ένα αηδόνι κάνει τρίλιες.
[γαλλ. trill(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίλια 2 η : είδος παιδικού παιχνιδιού· τρίλιζα.
[ιταλ. *triglia, σύγκρ. βεν. tria]