Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατί
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατί το [stratí] Ο43 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ., λογοτ.) μικρή στράτα, μικρός δρόμος: Πήρε το ανηφορικό ~. Πήραμε το ~ και πάμε. (ως επίρρ.) ~ ~, για να δηλώσουμε την πορεία επάνω στο δρόμο: Πήραμε ~ ~ το μονοπάτι.

[μσν. στρατίν υποκορ. του στράτ(α) -ίν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατιά η [stratxá & stratiá] Ο24 : 1α. η μεγαλύτερη στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από σώματα στρατού και που έχει ενιαία διοίκηση: Έδρα / διοικητής της στρατιάς. Ομάδα στρατιών. || πολύ μεγάλος στρατός: Οι στρατιές των βαρβάρων. H ~ του Nαπολέοντα. β. (εκκλ.) Οι στρατιές των αγγέλων / οι ουράνιες στρατιές, το σύνολο των αγγελικών ταγμάτων. 2. (μτφ.) για πολυάριθμη ομάδα ή κατηγορία ανθρώπων: Στρατιές από ανώνυμους ήρωες θυσιάστηκαν για την ελευθερία. (σε σχήμα υπερβολής) Στρατιές ανέργων σχηματίζουν ουρές στα ταμεία ανεργίας. || Στρατιές από ακρίδες / από κουνούπια.

[λόγ. < αρχ. στρατιά `στρατός΄ & σημδ. γαλλ. armée (1β: μσν. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατιώτης ο [stratiótis] Ο10 θηλ. στρατιωτίνα [stratiotína] Ο26 στη σημ. 1 : 1α. οπλίτης του στρατού ξηράς: Εθελοντής / μισθοφόρος ~. Yπηρέτη σε τη θητεία του ως απλός ~. Tο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, για όλους όσοι έπεσαν στα πεδία των μαχών. (έκφρ.) πηγαίνω / φεύγω ~ / με παίρνουν στρατιώτη, στρατεύομαι (στο στρατό ξηράς, στο ναυτικό ή στην αεροπορία). || για στρατιωτικό που ζει πειθαρχημένα, λιτά και που εργάζεται με αφοσίωση: Ο (τάδε) στρατηγός ήταν ~ / έζησε σαν ~. β. πιόνι στο σκάκι. 2. (μτφ.) αυτός που αγωνίζεται για ένα υψηλό ιδανικό με αυταπάρνηση, με πειθαρχία και με γενναιότητα: Εργάστηκε ως απλός ~ για την οικονομική και πολιτιστική ανόρθωση του τόπου του. H παιδεία χρειάζεται στρατιώτες. ~ της ειρήνης / της δημοκρατίας. Οι ιεραπό στολοι είναι στρατιώτες της Εκκλησίας / του Xριστού. στρατιωτάκι το YΠΟKΟΡ 1α. παιδί που φορά στολή στρατιώτη. (έκφρ.) σαν στρατιωτά κια, για πολύ ή υπερβολικά πειθαρχικά παιδιά ή και για μεγάλους που πει θαρχούν τυφλά. β. (συναισθ.): Στην παρέλαση χειροκροτήσαμε τα στρατιωτάκια μας. 2. μικρογραφία στρατιώτη, κυρίως ως παιδικό παιχνίδι: Tα μολυβένια στρατιωτάκια.

[λόγ.: 1: αρχ. στρατιώτης· 2: με βάση τη μσν. φρ. στρατιώτης του Χριστού & σημδ. γαλλ. soldat· στρατιώτ(ης) -ίνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατιωτικοποίηση η [stratiotikopíisi] Ο33 : ANT αποστρατιωτικοποίη ση. 1. στρατιωτική οχύρωση μιας περιοχής: ~ των παραμεθόριων περιοχών. 2. οργάνωση σύμφωνα με τα στρατιωτικά πρότυπα ή τις στρατιωτικές ανάγκες: ~ της οικονομίας / της εκπαίδευσης.

[λόγ. στρατιωτικοποιη- (στρατιωτικοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατιωτικοποιώ [stratiotikopió] -ούμαι Ρ10.9 : ANT αποστρατιωτικοποιώ. 1. οχυρώνω στρατιωτικά μια περιοχή. 2. δίνω σε κτ. δομή στρατιω τική: Θα στρατιωτικοποιηθούν οι ναυτικές σχολές.

[λόγ. στρατιωτικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. militariser]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρατιωτικός -ή -ό [stratiotikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με το στρατό ή με το στρατιώτη και γενικότερα με τις ένοπλες δυνάμεις, που ανήκει σε αυτές, που γίνεται από ή για αυτές, που στηρίζεται σε αυτές: Στρατιωτι κή υπηρεσία / θητεία. Στρατιωτικό επάγγελμα. Στρατιωτικό αεροδρόμιο / όχημα / νοσοκομείο. Στρατιωτική βάση / φυλακή / σχολή / στολή. Στρατιωτική επιχείρηση / συμμαχία / βοήθεια / δικτατορία. ~ γιατρός, αξιωμα τικός με ειδικότητα γιατρού. ~ ιερέας, που υπηρετεί μόνιμα στο στρατό. ~ ακόλουθος πρεσβείας. ~ νόμος, που κηρύσσεται σε μια χώρα ή σε μια περιοχή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όταν θεωρείται ότι απειλείται η ασφάλεια της χώρας ή του πολιτεύματος, και αναστέλλει θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. Στρατιωτική δικαιοσύνη, για αδικήματα που διαπράττουν όσοι υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. ~ χαιρετισμός, στάση προσοχής με τη δεξιά παλάμη στην άκρη του γείσου του πηλικίου. β. που ταιριάζει σε στρατιώτη ή σε αξιωματικό: Στρατιωτική πειθαρχία, που επιβάλλεται στο στρατό και με επέκταση, η απόλυτη πειθαρχία. Στρατιωτική νοοτροπία. Στρατιωτικό πνεύμα. Kηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές. 2. (ως ουσ.) α. ο στρατιωτικός, μόνιμος αξιωματικός ή υπαξιωματικός όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, (με επέκταση και για τους μη βαθμοφόρους), σε αντιδιαστολή προς τον πολίτη3: Θα γίνει ~. Οι οικογένειες των στρατιωτικών. β. το στρατιωτικό, η στρατιωτική θητεία: Kάνω το ~ μου, υπηρετώ τη θητεία μου. γ. τα στρατιωτικά, η στρατιωτική στολή, σε αντιδιαστολή προς τη λέξη πολιτικά: Φόρεσε (τα) στρατιωτικά (του). στρατιωτικά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~. Xαιρέτησε ~.

[λόγ. < αρχ. στρατιωτικός (2α: σημδ. γαλλ. militaire)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες