Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταυρεπίστεγος -η -ο [stavrepísteγos] Ε5 : (αρχαιολ., για ναό ιδ. βυζαντινό) που η στέγη του έχει σχήμα σταυρού: Mία σταυρεπίστεγη βασιλι κή.
[λόγ. < φρ. σταυρ(ός) επί στέγ(ης) -ος μτφρδ. ιταλ.(;) volta a crociera]