Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάρος 1 ο [skáros] Ο18 : είδος ψαριού.
[αρχ. σκάρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκάρος 2 ο : (λαϊκότρ.) η νυχτερινή βοσκή του κοπαδιού.
[ελνστ. σκάρος τό `πηδηματάκι΄ μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος με βάση την ομόηχη κατάλ.]