Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακουλεύομαι [sakulévome] Ρ5.2β : (λαϊκ.) αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, την απάτη κτλ.· υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κτ. το οποίο προσπαθούν να μου κρύψουν: Πήγαν να με ρίξουν στη μοιρασιά μα εγώ την είχα σακουλευτεί τη δουλειά.
[τουρκ. şakull(e)- `μετράω το βάθος με βαρίδι, υπολογίζω΄ -εύομαι]