Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέχτα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεχταρισμός ο [sextarizmós] Ο17 : έλλειψη ανεκτικότητας και ευρύτητας πνεύματος, ιδίως στον πολιτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό τομέα.

[λόγ. σεκταρισμός < γαλλ. sectarisme (-isme = -ισμός) με προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεχταριστής ο [sextaristís] Ο7 θηλ. σεχταρίστρια [sextarístria] Ο27 : άτο μο με δογματικές απόψεις στον πολιτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό τομέα.

[λόγ. σεκταρ(ισμός) -ιστής με προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. σεχταρισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεχταριστικός -ή -ό [sextaristikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο σεχταρισμό ή στο σεχταριστή.

[λόγ. σεκταριστικός < σεκταριστ(ής) -ικός με προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες