Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριφιφί το [rififí] Ο (άκλ.) : μέθοδος διάρρηξης και κλοπής κατά την οποία οι δράστες μπαίνουν σε ένα οίκημα από άνοιγμα που το σκάβουν στον τοίχο άλλου εφαπτόμενου κτίσματος.
[γαλλ. rififi από τίτλο κινηματογραφικού έργου βασισμένου σε μυθιστόρημα του Le Breton]