Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριφιφί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριφιφί το [rififí] Ο (άκλ.) : μέθοδος διάρρηξης και κλοπής κατά την οποία οι δράστες μπαίνουν σε ένα οίκημα από άνοιγμα που το σκάβουν στον τοίχο άλλου εφαπτόμενου κτίσματος.

[γαλλ. rififi από τίτλο κινηματογραφικού έργου βασισμένου σε μυθιστόρημα του Le Breton]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες