Παράλληλη αναζήτηση
282 εγγραφές [281 - 282] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιώνυμος -η -ο [periónimos] Ε5 : (λόγ.) που το όνομά του είναι παντού γνωστό· ονομαστός, περίφημος, ξακουστός.
[λόγ. < αρχ. περιώνυμος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιωπή η [periopí] Ο29 (μόνο στη γεν. εν.) : α. εξέχουσα κοινωνική θέση, μεγάλη κοινωνική εκτίμηση ή αναγνωρισμένη αξία: Άνθρωπος / επιστήμονας περιωπής. (έκφρ.) έχω κπ. / κτ. πολύ περιωπής, το(ν) εκτιμώ πολύ, του αποδίδω μεγάλη αξία. β. ΦΡ από (θέση) περιωπής, από ανώτατη θέση, δηλαδή χωρίς προκαταλήψεις· (πρβ. αφ΄ υψηλού): Εξετάζω / κρίνω κτ. από περιωπής.
[λόγ.: β: αρχ. περιωπή `θέση με πλατιά θέα΄· α: σημδ. γαλλ. haut placé]