Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρευθύς [parefθís] επίρρ. χρον. : ευθύς αμέσως, την ίδια (σχεδόν) στιγμή: Mόλις άκουσε ότι ήρθαν, έτρεξε ~ να τους προϋπαντήσει.
[λόγ. < ελνστ. παρευθύς]