Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανό
36 εγγραφές [31 - 36]
[Λεξικό Κριαρά]
πανουργία η· πανουργιά.
  • Απάτη, τέχνασμα· δολοπλοκία:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 794), (Σταυριν. 579
    • με τα ψέματα και πανουργιές επιάσα το μέγα τον Αρμάκιο (Ζήν. Γ́ 233).

[αρχ. ουσ. πανουργία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
πανουργικός, επίθ.
  • Δόλιος, πανούργος:
    • όπλα πανουργικά δε άλλοι προσδιεκόμιζον μηχανικών δοράτων (Βίος Αλ. 3612).

[μτγν.(;) επίθ. πανουργικός (Ψευδο-Καλλισθ., TLG)]

[Λεξικό Κριαρά]
πανούργος, επίθ.· πάνουργος.
  • α) Δόλιος, πονηρός, πανούργος:
    • (Βακτ. αρχιερ. 182), (Δούκ. 16111
  • β) επιτήδειος, έξυπνος, πολυμήχανος:
    • (Χρον. Τόκκων 2080), (Δούκ. 22918).

[αρχ. επίθ. πανούργος. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανούργος -α -ο [panúrγos] Ε4 : που είναι ικανός να επινοεί οποιοδήποτε δόλιο τέχνασμα· πονηρός και δόλιος: Άνθρωπος μοχθηρός και ~. Γυναίκα πανούργα και ζηλόφθονη.

[λόγ. < αρχ. πανοῦργος]

[Λεξικό Κριαρά]
πανούργως, επίρρ.
  • α) Με δόλο, πανουργία:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 246
  • β) με εξυπνάδα, επιτηδειότητα:
    • την πάσαν παρασκευήν απεικόνιζε … σχολαστικώς και πανούργως επιμελών (Δούκ. 31328).

[αρχ. επίρρ. πανούργως]

[Λεξικό Κριαρά]
πανόχυρος, επίθ.
  • Πολύ καλά οχυρωμένος:
    • το κάστρον απαράδοτον, πανόχυρον και μέγα (Καλλίμ. 959).

[<παν‑ + επίθ. οχυρός]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες