Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάππος ο [pápos] Ο18 : (λόγ.) ο παππούς. (έκφρ.) πάππου προς πάππου, κατά τρόπο πατροπαράδοτο, κατά παράδοση.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. πάππος (λ. νηπιακή)]