Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάλαισμα το· πάλαισμαν.
-
- 1) Αγώνας πάλης, πάλη:
- (Εγκ. αγ. Δημ. 108106), (Αχιλλ. (Smith) N 722).
- 2) Τέχνασμα του παλαιστή για να προκαλέσει την πτώση του αντιπάλου του:
- (Βίος Αλ. 2416).
- 3) (Γενικά) αγώνας, προσπάθεια·
- (προκ. για πολεμικό αγώνα):
- εν τοις τοιούτοις αγωνίσμασι και παλαίσμασι, …, αντιμαχόμενος ηδυνήθη εις τόσον, ως και την τάφρον του πολιχνίου διαπεράσαι (Δούκ. 5329)·
- (προκ. για ψυχικό και πνευματικό αγώνα):
- τα παλαίσματα και τους εκ του διαβόλου πειρασμούς (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 83).
- (προκ. για πολεμικό αγώνα):
[αρχ. ουσ. πάλαισμα. Τ. ‑αίσμα στο Βλάχ.]
- 1) Αγώνας πάλης, πάλη: