Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπισθο-
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπισθο- [opisθo] & οπισθό- [opisθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οπισθ- [opisθ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. βρίσκεται, υπάρχει πίσω, συνήθ. σε αντιδιαστολή με κτ. ανάλογο που υπάρχει μπροστά: οπισθαύλιο, οπισθόδομος, ANT προ-· ~κάλυμμα, ~φυλακή, ANT εμπροσθο-. || (ανατ.) ~δωδεκαδακτυλικός, ~στομαχικός. 2. κατευθύνεται, έχει φορά προς τα πίσω· (πρβ. πισω-): ~δρομώ, ~χωρώ· οπισθόπλους. || (επιστ.) για ανάλογη απόκλιση από τον κανονικό σχηματισμό, διάπλαση κτλ. αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γναθία, οπισθοδοντία, ~μαστία.

[λόγ. < αρχ. ὀπισθ(ο)- θ. του επιρρ. ὄπισθ(εν) -ο- `πίσω΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὀπισθό-δομος, ὀπισθο-φυλακία `οπισθοφυλακή΄ & νλατ. opisth(o)- < αρχ. ὀπισθ(ο)-: οπισθο-γναθισμός < νλατ. opisthogna thismus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες