Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξιά η [oksxá] Ο24 : δασικό δέντρο μεγάλου ύψους με λείο κορμό, ωοειδή και συνήθ. οδοντωτά φύλλα, βαρύ και σκληρό ξύλο: Yψόμετρο μεγαλύτε ρο από εκείνο στο οποίο φυτρώνει η ~. || το ξύλο της οξιάς: Έπιπλο από ~.
[μσν. οξιά < ελνστ. ὀξέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. ὀξύα)]