Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξιά η [oksxá] Ο24 : δασικό δέντρο μεγάλου ύψους με λείο κορμό, ωοειδή και συνήθ. οδοντωτά φύλλα, βαρύ και σκληρό ξύλο: Yψόμετρο μεγαλύτε ρο από εκείνο στο οποίο φυτρώνει η ~. || το ξύλο της οξιάς: Έπιπλο από ~.

[μσν. οξιά < ελνστ. ὀξέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. ὀξύα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες