Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυστός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξυστός, επίθ.
  • 1) Ξυμένος, που έχει λειανθεί:
    • (Διγ. Gr. 3154).
  • 2) (Προκ. για χτύπημα) που γίνεται ξυστά, ξώφαλτσος:
    • κονταρέαν μοι δέδωκεν ξυστήν εις το λουρίκιν (αυτ. 2918).

[αρχ. επίθ. ξυστός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυστός -ή -ό [ksistós] Ε1 : που γίνεται ή που έχει γίνει με ξύσιμο. || (ως ουσ.) το ξυστό, τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο οι παίχτες ξύνοντας μια επιφάνεια, κερδίζουν το ποσό που εμφανίζεται: Kέρδισε 1.000.000 στο ξυστό. ξυστά ΕΠIΡΡ συνήθ για κτ. που, καθώς κινείται, περνάει πολύ κοντά, που εφάπτεται σχεδόν ή μόλις σε μια επιφάνεια: H σφαίρα τού πέρασε ~. Tο αυτοκίνητο πέρασε πλάι μας ~.

[αρχ. ξυστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες