Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νυμφαγωγός ο.
-
- Αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι ή την πατρίδα του γαμπρού:
- στέλλει τον Σαριτζίαν ως νυμφαγωγόν τού αγαγείν την νύμφην (Δούκ. 25922).
[αρσ. του αρχ. επίθ. νυμφαγωγός ως ουσ.]
- Αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι ή την πατρίδα του γαμπρού:
[Λεξικό Κριαρά]
- νυμφαγωγώ.
-
- Οδηγώ νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι του γαμπρού·
- (εδώ θρησκ., προκ. για τους Αποστόλους που οδηγούν την Εκκλησία ως νύμφη στη συμβολική της ένωση με το Χριστό):
- (Γλυκά, Αναγ. 99).
- (εδώ θρησκ., προκ. για τους Αποστόλους που οδηγούν την Εκκλησία ως νύμφη στη συμβολική της ένωση με το Χριστό):
- Η μτχ. μέσ. ενεστ. στο αρσ. ως ουσ. = γαμπρός:
- (Γλυκά, Αναγ. 101).
[μτγν. νυμφαγωγέω]
- Οδηγώ νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι του γαμπρού·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυμφαία η [nimféa] Ο25 : (βοτ.) άσπρο νούφαρο.
[λόγ. < ελνστ. νυμφαία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυμφαίο το [nimféo] Ο39 : ιερό που ήταν συνήθ. χτισμένο κοντά σε πηγή και ήταν αφιερωμένο στις Nύμφες. || στη ρωμαϊκή περίοδο, συγκρότημα με κρήνες και αναβρυτήρια.
[λόγ. < ελνστ. νυμφαῖον (ενν. ἱερόν), αρχ. επίθ. νυμφαῖος `αφιερωμένος στις Νύμφες΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- Νύμφαιος ο.
-
- Ο κάτοικος του Νυμφαίου της Μ. Ασίας:
- (Δούκ. 1051).
[<τοπων. Νύμφαιον αναλογ. με εθν. σε ‑ος]
- Ο κάτοικος του Νυμφαίου της Μ. Ασίας: