Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντάνα η [dána] Ο25 : στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: Nτάνες από φύλλα χαρτιού / από πλάκες ξύλου.
[ιταλ. tana `βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ]
- ντάννο το· δάνο, (Σεβήρ., Διαθ. 190).
-
- Βλάβη, ζημιά:
- Πλια ντάννο … σου θέλω δώσει (Κατζ. Β́ 75).
[<ιταλ. danno· ο τ. <βεν. dano. Η λ. και ο τ., κ.ά. σε έγγρ. του 16.-17. αι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Ζώης, Κόμης)]
- Βλάβη, ζημιά:
- νταντά η [dadá] Ο23 : (οικ.) γυναίκα που την έχουν προσλάβει σε σπίτι για να φροντίζει ένα μικρό παιδί· (πρβ. γκουβερνάντα). || τροφός.
[τουρκ. dada (από τα περσ.)]
- ντανταϊσμός ο [dadaizmós] Ο17 : επαναστατική καλλιτεχνική και λογοτεχνική κίνηση που αποτελούσε μια ακραία μορφή του σουρεαλισμού.
[λόγ. < γαλλ. dadaïsme (-isme = -ισμός)]
- ντανταϊστής ο [dadaistís] Ο7 θηλ. ντανταΐστρια [dadaístria] Ο27 : οπαδός του ντανταϊσμού. || (ως επίθ.): ~ ζωγράφος.
[λόγ. < γαλλ. dadaïste < dada(ïsme) = νταντα(ϊσμός) -iste = -ιστής· λόγ. ντανταϊσ(τής) -τρια]
- ντανταϊστικός -ή -ό [dadaistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ντανταϊσμό ή στον ντανταϊστή.
[λόγ. ντανταϊστ(ής) -ικός]
- νταντελένιος -α -ο [dantelénos & dandelénos] Ε4 : (προφ.) δαντελένιος.
[νταντέλ(α) -ένιος]
- ντάντεμα το [dádema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του νταντεύω: Είναι πολύ μικρό το παιδί και θέλει ακόμη ~.
[νταντεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- νταντεύω [dadévo] Ρ5.2α : (οικ.) φροντίζω βρέφος ή μικρό παιδί: H γιαγιά νταντεύει το εγγονάκι της. || (ειρ.): Mεγάλωσε κι ακόμη τον ~. Δεν της φτάνει το ντάντεμα των παιδιών της, έχει να νταντέψει και το γέρο.
[νταντ(ά) -εύω]