Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυξώνω. Γίνομαι βλεννώδης:
-
- έριχνεν (ενν. τον χυλόν) εις τον ασβέστην με αστράκι και εμύξωνεν ο ασβέστης και ήτον κολλητικός (Hagia Sophia ω 51624).
[<ουσ. μύξα + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. και σήμ. ποντ.]