Παράλληλη αναζήτηση
21 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοίραρχος ο [mírarxos] Ο20α : 1. (στρατ.) αξιωματικός, διοικητής μοίρας. 2. (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον υπομοίραρχο και κατώτερος από τον ταγματάρχη, αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. μοίρ(α)
21α -αρχος]
- μοιρασά η,
- βλ. μοιρασιά.
- μοιράσι το.
-
- Μερίδιο, μερτικό:
- να 'χεν μοιράσι η λύπη με την ομορφιάν σ’ αυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 8611).
[<αόρ. του μοιράζω + κατάλ. ‑ι. Τ. ‑ιν σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Μερίδιο, μερτικό:
- μοιρασιά η [mirasxá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοιράζω1: Mάλωσαν στη ~.
[μσν. μοιρασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μοιρασ- (μοιράζω) -ία]
- μοιρασιά η· μερασία· μερασιά· μοιρασά· μοιρασία.
-
- 1) Μοίρασμα, διανομή:
- Είδομεν και το κατάστιχον της μοιρασίας οπού εγένετο (Βησσ., Επιστ. 3618)·
- (προκ. για κληρονομιά):
- (Ασσίζ. 42018)·
- φρ. κάνω μοιρασιά ή ποιώ μοιρασία(ν) = μοιράζω:
- (Μορεζίν., Διαθ. 484), (Χρον. Μορ. P 1019).
- 2) (Μαθημ.) διαίρεση:
- ποιούμεν εν αυτοίς τοις έ την μοιρασίαν των ζ́ (Rechenb. (Vog.) 337).
- 3) (Συνεκδ.) αυτό που μοιράζεται, μερτικό:
- και τ’ άλογα και τ’ άρματα … ας είναι μερασιά σας (Αλεξ. 784).
[<μοιράζω + κατάλ. ‑σιά. Ο τ. ‑σά και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ία στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Μοίρασμα, διανομή:
- μοίρασις η.
-
- Μοιρασιά:
- Με κλήρους και με προσεχή η μοίρασις εγίνη (Χρον. Μορ. P 1024).
[<μοιράζω + κατάλ. ‑σις. Η λ. στο Somav. (λ. μοιρασιά)]
- Μοιρασιά:
- μοίρασμα το [mírazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοιράζω.
[μσν. μοίρασμα < μοιρασ- (μοιράζω) -μα]
- μοίρασμα το.
-
- α) Μοιρασιά:
- (Αιτωλ., Μύθ. 1028)·
- β) διάταξη, σειρά:
- Τέλος του μοιράσματος των κάβων από τον πονέντη εις τον λεβάντη (Πορτολ. A 30016).
[<αόρ. του μοιράζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- α) Μοιρασιά:
- μοιρασμός ο.
-
- Διαίρεση και διανομή, μοιρασιά:
- εις τον μοιρασμόν … τα πλειόνα σε τυγχάνουν (Ερμον. Θ 194).
[<αόρ. του μοιράζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Somav. (λ. μοίρασμα)]
- Διαίρεση και διανομή, μοιρασιά:
- μοιραστής ο.
-
- (Μαθημ.) διαιρέτης, παρονομαστής κλάσματος:
- αυτά μοίρασον με τον μοιραστήν (Rechenb. 499).
[<αόρ. του μοιράζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Μαθημ.) διαιρέτης, παρονομαστής κλάσματος: