Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μνημείον το.
-
- 1) Τάφος:
- τον εσέβασαν εις το μνημείον απόσω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1703).
- 2) (Στον πληθ.) νεκροταφείο:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 333 (2)).
[αρχ. ουσ. μνημείον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Τάφος: