Παράλληλη αναζήτηση
1.457 εγγραφές [301 - 310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαμπώγων — μελανοπώγων, επίθ.· μελαπώγων.
-
- Που έχει μαύρη γενειάδα:
- (Ερμον. Δ 258).
[<επίθ. μέλας ή μελανός + ουσ. πώγων]
- Που έχει μαύρη γενειάδα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαμφόρος, επίθ.
-
- Μαυροφορεμένος· ρασοφόρος:
- (Δούκ. 37912).
[<επίθ. μέλας + ‑φόρος. Η λ. το 12. αι. (Steph.)]
- Μαυροφορεμένος· ρασοφόρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλαν το.
-
- α) Μελάνι:
- (Δούκ. 31323)·
- β) (με το ουσ. σηπία· πβ. μαύρος, το ουδ. ως ουσ. 1) το μελάνι της σουπιάς:
- (Ορνεοσ. αγρ. 5286).
[αρχ. ουσ. μέλαν. Bλ. και μέλας]
- α) Μελάνι:
[Λεξικό Κριαρά]
- μελανάδα η.
-
- Μελανιά, μώλωπας:
- τσιμπά (ενν. ο γέρος), μαλάσσει την και κάμνει μελανάδες (Περί γέρ. (Δαν.) 86).
[<επίθ. μελανός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μελανιά, μώλωπας:
[Λεξικό Κριαρά]
- μελανδέστερος, επίθ.,
- βλ. μελαντερέστερος.
[Λεξικό Κριαρά]
- μελανένδυτος, επίθ.· μελένδυτος.
-
- Που φορά μαύρα ρούχα, που πενθεί·
- (εδώ μεταφ.):
- μελανένδυτος, … η των Ιωαννίνων μητρόπολις γίνεται, τον ποιμένα αυτής μη έχουσα (Ιστ. Ηπείρ. X5).
- (εδώ μεταφ.):
[<επίθ. μέλας ή μελανός + ενδυτός]
- Που φορά μαύρα ρούχα, που πενθεί·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελανζέ [melanzé] Ε (άκλ.) : για νήμα που έχει κατασκευαστεί από κλωστές διαφορετικού χρώματος: ~ πουλόβερ. || (ως ουσ.).
[λόγ. < γαλλ. (drap) mélangé, (étoffe) mélangée `(ύφασμα) ανάμεικτο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελάνη η [meláni] Ο30 & μελάνι το [meláni] Ο44 : 1. υγρό που το χρησιμοποιούν για να γράφουν: Mπλε / μαύρη / κόκκινη ~. Γράφει με πένα και ~. Έριξε λεπτή άμμο στο χαρτί για να στεγνώσει το μελάνι. Tυπογραφι κό μελάνι. Σινική* ~. Συμπαθητική* ~. ΦΡ (λαϊκ.) γράφω* κπ. εκεί που δεν πιάνει ~. χύνεται* πολλή ~. 2. σκουρόχρωμο υγρό που βγάζουν μερικά κεφαλόποδα για να θολώνουν το νερό και να αποφεύγουν έτσι τους εχθρούς τους: H ~ της σουπιάς / του χταποδιού. ΦΡ ρίχνω / αμολάω ~, προσπαθώ να κρύψω κτ.
[μελάνι: ελνστ. μελάνιον υποκορ. του αρχ. επιθ. μέλας `μαύρος΄· μελάνη: μεταπλ. σε θηλ. από την ομόηχη κατάλ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελάνη η.
-
- 1) Μελάνι γραφής:
- την χέραν του εμαύρισεν αυτός με την μελάνην (Ιστ. Βλαχ. 2215).
- 2) ?Μαύρο, πένθιμο ρούχο:
- το πλήθος του λαού μελάνας εφορέσαν, … θρήνους πολεμούν (Βυζ. Ιλιάδ. 1099 (πιθ. εσφαλμ. αντί μέλανα ε., πβ. μέλας, ουδ. 2)).
[<ουσ. μελάνι(ν) το με μεταπλ. (ΛΚΝ). Η λ. και σήμ.]
- 1) Μελάνι γραφής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελανής -ιά -ί [melanís] Ε8 & μελανί [melaní] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο σκούρο μπλε και στο μοβ: Mελανί μολύβι. Mελανί / μελανιές κορδέλες. || (ως ουσ.) το μελανί, το μελανί χρώμα.
[μελάν(ι) -ής· μελάν(ι) -ί 4]