Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: με
1.457 εγγραφές [251 - 260]
[Λεξικό Κριαρά]
μειλίχιος, επίθ.
  • Μειλίχιος:
    • (Δούκ. 34914).

[αρχ. επίθ. μειλίχιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειλίχιος -α -ο [milíxios] Ε6 : (για πρόσ.) που οι εκδηλώσεις του, ιδίως τα λόγια του, χαρακτηρίζονται από γλυκύτητα, από έλλειψη βιαιότητας: Είναι πολύ ~ άνθρωπος· ποτέ δεν υψώνει τον τόνο της φωνής του. || για ανάλογη συμπεριφορά: Mειλίχιο βλέμμα / χαμόγελο. μειλίχια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μειλίχιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειλιχιότητα η [milixiótita] Ο28 : η ιδιότητα του μειλίχιου ανθρώπου.

[λόγ. μειλίχι(ος) -ότης > ότητα]

[Λεξικό Κριαρά]
μεινίσκω· μεινέσκω· μενέσκω· μνέσκω· μνίσκω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά (Μτβ.) παύω, σταματώ:
      • δεν μεινίσκω να ποθώ την εμορφιάν της (Κυπρ. ερωτ. 11617).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Παραμένω στην ίδια θέση, ακινητώ:
          • (Μαχ. 15226
          • (σε παροιμ.):
            • το νερόν πάγει και ο άμμος μεινίσκει (Μαχ. 47820
        • β) χρονοτριβώ, αδρανώ:
          • εβρώμισεν η πληγή … διατί εμείνισκεν (ενν. ο γιατρός) (Ασσίζ. 4313).
      • 2)
        • α) Παραμένω σε μια κατάσταση ή διάθεση:
          • μήτε η ψυχή μου δύνεται μνέσκοντας συγχυσμένη έξω να δώσει την χαράν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1178]
        • β) διατηρούμαι, διαρκώ:
          • της εμορφιάς το βλέμμαν τού μεινίσκει (Κυπρ. ερωτ. 762
          • Η δικαιοσύνη του μεινέσκει … εις τον αιώνα (Χριστ. διδασκ. 67
        • γ) εμμένω:
          • μεινέσκει εις τη σκληρότητά του (Χριστ. διδασκ. 419
        • δ) μένω πιστός, υπακούω:
          • δεν μεινέσκει εις όλα τα λόγια του νόμου (Χριστ. διδασκ. 97).
      • 3) Απομένω:
        • Τόπος ουδέν τους έμνεσκε της γης (Πένθ. θαν. 281).
      • 4) Περιέρχομαι σε μια κατάσταση· γίνομαι:
        • Αν έρτω, η Λευκουσία μεινίσκει εύκαιρη (Μαχ. 37430).
  • II. (Μέσ.) απομένω:
    • τα κόκαλά σου μεινίσκουνται εις το καρίν! (Βουστρ. 2526).

[<αόρ. του μένω + κατάλ. ‑ίσκω. Τ. με‑ στο Meursius (‑ειν). Οι τ. μνέ‑, μνί‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεϊντάνι το [meidáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) η πλατεία ή οποιοσδήποτε άλλος ανοιχτός χώρος σε χωριό ή πόλη, όπου συνήθ. μαζεύονται πολλοί άνθρωποι: Nτύθηκε, στολίστηκε και βγήκε στο ~. ΦΡ βγαίνω στο ~, εμφανίζομαι δημόσια. βγάζω κτ. στο ~, γνωστοποιώ κτ., ιδίως κακό.

[τουρκ. meydan ]

[Λεξικό Κριαρά]
μεϊντάνι το.
— Πβ. και ατ‑μεϊντάνιν.
  • Πλατεία, ανοιχτή έκταση (εδώ προκ. για αγορά):
    • Στο μεϊντάνι σταφύλια (Divān (Δέδες) V 6α).
  • Τ. μαϊτάνιν (<τουρκ. maydan) ως τοπων.:
    • (Πανάρ. 7529).

[<τουρκ. meydan. Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μείξη η [míksi] Ο31 : η ανάμειξη: ~ εικόνας / ήχου, καταγραφή σε μία ταινία δύο ή περισσότερων οπτικών ή ακουστικών σημάτων, ιδίως για τηλεοπτική μετάδοση. || (λόγ.): Σαρκική ~, συνουσία.

[λόγ. < αρχ. μεῖξις (-σις > -ση)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειξοβάρβαρος -η -ο [miksovárvaros] Ε5 : (μειωτ.) που δεν είναι γνήσιος ελληνικός: Mειξοβάρβαρη γλώσσα, που περιέχει βαρβαρισμούς. Mειξοβάρβαρο ιδίωμα. || (ως ουσ.) ο μειξοβάρβαρος, θηλ. μειξοβάρβαρη, Έλληνας που προέρχεται από επιμειξία.

[λόγ. < αρχ. μιξοβάρβαρος (ορθογρ. κατά το μείξη)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειξοπαρθένα η [miksoparθéna] Ο26 : γυναίκα που είναι παρθένα από καθαρά ανατομική άποψη αλλά με σεξουαλικές εμπειρίες τις οποίες προσπαθεί να αποκρύψει.

[< μειξοπάρθενος μεταπλ. κατά το λαϊκό παρθένα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειξοπάρθενη η [miksopárθe ni] Ο32 & (λόγ.) μειξοπάρθενος η [mikso párθenos] Ο36 : μειξοπαρθένα. || (ως επίθ.): ~ γυναίκα.

[-νος: λόγ. < αρχ. μιξοπάρθενος (ορθογρ. κατά το μείξη) `μισή κοπέλα και μισή θηρίο΄ επίθ. της Σφίγγας (ίσως ειρωνικά ή από παρανόηση της σημ.)· -νη: μειξοπάρθεν(ος) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 ...146   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες