Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετάπτωση η [metáptosi] Ο33 : αλλαγή μιας κατάστασης, ιδιότητας ή θέσης, συνήθ. απότομη ή επαναλαμβανόμενη: H κατάσταση του αρρώστου / του καιρού παρουσιάζει μεταπτώσεις. Δεν αποκλείεται η ~ της ευαρέσκειας σε δυσαρέσκεια. Ψυχολογικές μεταπτώσεις. ~ του ανέμου, αλλαγή της κατεύθυνσής του. || (γραμμ.): Mεταπτώσεις ενός φωνήεντος / μιας διφθόγγου, αλλαγές στην ποσότητα ή στην ποιότητά τους. Mεταπτώσεις μιας λέξης, αλλαγές στη μορφή ή στη σημασία της. || (γεωλ.): Mεταπτώσεις του στερεού φλοιού της γης, για είδη ρηγμάτων. || (φυσ.): Mεταπτώσεις ενός κβαντικού συστήματος. || (αστρον.): Mεταπτώσεις ισημεριών. || (χημ.): Στοιχεία μετάπτωσης, ως χαρακτηρισμός μιας ομάδας μεταλλικών χημικών στοιχείων.
[λόγ. < αρχ. μετάπτω(σις) `αλλαγή΄ -ση (η γραμμ. σημ. ελνστ.)]