Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερκαντιλισμός ο [merkandilizmós] Ο17 : οικονομική θεωρία που υποστηρίζει ότι ο πλούτος μιας χώρας συνίσταται στην κατοχή πολύτιμων μετάλλων και δημιουργείται από το ευνοϊκό εμπορικό ισοζύγιο.
[λόγ. < γαλλ. mercantil(isme) -ισμός]