Παράλληλη αναζήτηση
120 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαγλωττούμαι,
- βλ. μεταγλωττώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαγυρίζω,
- βλ. μεταγυρίζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαδέχομαι,
- βλ. μεταδέχομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαδουλεύω,
- βλ. μεταδουλεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαηβλέπω,
- βλ. μεταβλέπω.
[Λεξικό Κριαρά]
- μάταια, επίρρ.
-
- Μάταια, ανώφελα:
- μάταια θησαύριζες, όλα εδώ τ' αφήνεις (Αλφ. (Mor.) IV 92).
[<επίθ. μάταιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μάταια, ανώφελα:
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαιάζω.
-
- Λέω ή ζητώ κ. μάταια:
- να τριγυρίζεις, να ζητείς, «δότε» να ματαιάζεις (Ριμ. Βελ. ρ 930).
[μτγν. ματαιάζω]
- Λέω ή ζητώ κ. μάταια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματαιοδοξία η [mateoδoksía] Ο25 : η ιδιότητα του ματαιόδοξου· κενοδοξία: Aγοράζει ακριβά πράγματα όχι επειδή τα χρειάζεται, αλλά για να ικανοποιήσει τη ~ του. Kολακεύω τη ~ κάποιου. || (συνήθ. πληθ.) η αντίστοιχη συμπεριφορά.
[λόγ. ματαιόδοξ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. vaine gloire ή ιταλ. vanagloria < μσνλατ. vanagloria μτφρδ. του ελνστ. κενόδοξία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματαιόδοξος -η -ο [mateóδoksos] Ε5 : (για πρόσ.) που επιδιώκει ή υπερηφανεύεται για κτ., το οποίο συνήθ. είναι ασήμαντο· κενόδοξος: ~ άνθρωπος. Mαταιόδοξες γυναίκες. || για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Mαταιόδοξη πράξη.
ματαιόδοξα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μάται(ος) -ο- + δόξ(α) -ος μτφρδ. παλ. γαλλ. vaneglorios ή ιταλ. vanaglo rioso μτφρδ. του ελνστ. κενόδοξος (πρβ. ματαιοδοξία)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ματαιολογία η.
-
- Άσκοπη ή ανόητη ομιλία:
- τον καιρόν μας χάνομεν στες ματαιολογίες (Ιστ. Βλαχ. 2336).
[μτγν. ουσ. ματαιολογία. Η λ. και σήμ.]
- Άσκοπη ή ανόητη ομιλία: