Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μανδραγόρα η· μανδραγούρα· μαντραγούρα.
-
- 1) Μανδραγόρας· φυτό με φαρμακευτικές και μαγικές ιδιότητες:
- σπέρμα μανδραγόρας (Ορνεοσ. αγρ. 54726· Φυσιολ. (Kaim.) 120c6).
- 2) (Σκωπτ.) μάγισσα, «στρίγκλα»:
- συνήχθησαν αι γείτονες …, αι μανδραγούραι … και πρωτοκουρκουσούραι (Προδρ. I 211).
[<αρχ. ουσ. μανδραγόρας με αλλαγή γένους. Η λ. στο Steph.]
- 1) Μανδραγόρας· φυτό με φαρμακευτικές και μαγικές ιδιότητες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανδραγόρας ο [manδraγóras] Ο3 : ποώδες φυτό με σαρκώδη καρπό και μεγάλα ωοειδή φύλλα, γνωστό για τις ναρκωτικές και φαρμακευτικές του ιδιότητες: Παλαιότερα πίστευαν ότι η ρίζα του μανδραγόρα έχει μαγικές ιδιότητες εξαιτίας του σχήματός της που μοιάζει με το ανθρώπινο σώμα.
[λόγ. < αρχ. μανδραγόρας]