Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκούφης ο [maŋgúfis] Ο11 θηλ. μαγκούφα [maŋgúfa] Ο25α & μαγκού φισσα [maŋgúfisa] Ο27α : (μειωτ.) 1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια ή φίλους: Φροντίζει ένα γέρο μαγκούφη για να τον κληρονομήσει. || (ως επίθ.) μαγκούφικος: Mαγκούφα ζωή. 2. για άνθρωπο δύστρο πο, κακομοίρη ή αχαΐρευτο: Φύγε από δω, ρε μαγκούφη, και παράτα μας ήσυχους.
[ίσως τουρκ. mankaf(a) [má-] `κουτός, αδέξιος΄ -ης· μαγκού φ(ης) -α, -ισσα]