Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάννα το [mána] Ο (άκλ.) : η τροφή που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό στους Εβραίους, όταν αυτοί περιπλανιόνταν στην έρημο. ΦΡ αντί του ~ χολή, για ανταπόδοση του καλού με κακό. σαν το ~ εξ ουρανού, για αγαθό που το αποκτούμε ανέλπιστα τη στιγμή που το χρειαζόμαστε ή χωρίς καμία προσπάθεια.
[λόγ. < ελνστ. μάννα < εβρ. mān με επίδρ. του αρχ. μάννα `σκόνη, κόκκος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάννα (I) η.
-
- 1)
- α) Μητέρα:
- Κύρην και μάνναν ν' αγαπάς με καθαρήν καρδίαν (Δεφ., Λόγ. 163)·
- β) ως προσφών.:
- β1) αγαπημένου προσώπου:
- ο λογισμός σου, μάννα μου, πάντά 'ναι μετά μένα (Ερωτόκρ. Δ́ 267)·
- β2) για ηλικιωμένη γυναίκα:
- (Λίβ. Esc. 2903), (Ευγέν. 380).
- β1) αγαπημένου προσώπου:
- α) Μητέρα:
- 2) Πυρήνας, «καρδιά»:
- επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν (Προδρ. III 82).
- Εκφρ.
- 1) (Εκκλ.) μάννα των εκκλησιών = μητρόπολη:
- (Ασσίζ. 38418).
- 2) Στου Ηλιού την μάννα = στο πιο μακρινό σημείο του κόσμου (βλ. Ν.Γ. Πολίτης, Λαογρ. Σύμμ., τ. Β́́́, Αθήνα 21975, σ. 137):
- (Ch. pop. 799).
- 3) Μάννα του νερού = πηγή, ιδ. με άφθονο νερό, νερομάννα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1507).
- 4) Μάννας υιός = ανδρειωμένος, τολμηρός νέος:
- (Μαχ. 35834).
[<ουσ. μάμμα (βλ. μάμμη) με ανομ. Η λ. το 10. αι., στο Meursius και σήμ. (συνηθέστ. γρ. μάνα)]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μάννα (II) η.
-
- Το μάννα:
- ο Θεός έστειλεν την μάννα του ουρανού εις το πλήθος του εις την έρημον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 172v).
[ουσ. μάννα το με αλλαγή γένους· πβ. μτγν. ‑η η (Lampe, στη λ. 2)]
- Το μάννα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μάννα (III) το, άκλ.
-
- Η θεόπεμπτη τροφή των Εβραίων στην έρημο:
- βρέχει των ο Κύριος ορτύκια και το μάννα (Χούμνου, Κοσμογ. 2551).
[<μτγν. ουσ. μάννα το. Η λ. και σήμ.]
- Η θεόπεμπτη τροφή των Εβραίων στην έρημο:
[Λεξικό Κριαρά]
- μανναδόχος, επίθ.
-
- (Με τα ουσ. στάμνος, ‑α) που περιέχει το μάννα:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 559)·
- (προκ. για τη Θεοτόκο):
- (Αλφ. 843), (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1107]).
[<ουσ. μάννα (III) + ‑δόχος. Η λ. τον 4. αι.]
- (Με τα ουσ. στάμνος, ‑α) που περιέχει το μάννα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαννάρα η.
-
- 1) Ξίφος αμφίστομο:
- οι Βάραγγοι τας μαννάρας κατεβίβασαν επάνω αυτών (Παράφρ. Χων. 344).
- 2) Τσεκούρι:
- (Ημερολ. 20).
[<παλαιότ. ιταλ. mannara. Η λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Ξίφος αμφίστομο:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαννάρι το· μαννάριν.
-
- Τσεκούρι:
- εσκοτώνονταν με κοπτερά μαννάρια (Κορων., Μπούας 57).
[<ουσ. μαννάρα + κατάλ. ‑ι. Η λ. στο Somav. (‑ν‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- Τσεκούρι: