Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύπη
18 εγγραφές [11 - 18]
[Λεξικό Κριαρά]
λύπησις ‑ση η.
  • 1) Θλίψη, μεγάλη λύπη:
    • λύπηση πλήσιαν έδωκε σ’ όλους ο μισεμός του (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3049).
  • 2)
    • α) Οίκτος, έλεος:
      • δίχως λύπηση κιαμιά πάσ’ άθρωπο σκοτώνω (ενν. εγώ ο Χάρος) (Ερωφ. Πρόλ. 78
    • β) ευσπλαχνία:
      • ω δέσποινα των ουρανώ, λύπησις τω θλιμμένω (Π. Ν. Διαθ. φ. 336α).
  • Φρ.
  • 1) Έχω λύπηση εις κ. = συμπονώ (κάπ.) για κ.:
    • (Κυπρ. ερωτ. 10010).
  • 2) Παίρνω λύπηση = λυπάμαι
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3476).

[<λυπώ + κατάλ. ‑σις. Η λ. (‑ση) στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπητερά, επίρρ.
  • 1) Θλιμμένα:
    • τον πρικύ μου θάνατο λυπητερά να κλαίγεις (Ερωφ. Έ 290).
  • 2) Σπλαγχνικά, με συμπόνια:
    • λυπητερά στα πάθη μου τώρα να μου βοηθήσεις (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 54).

[<επίθ. λυπητερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπητερός, επίθ.
  • 1) Θλιμμένος:
    • πρόσωπον λυπητερόν (Διακρούσ. 924).
  • 2) Θλιβερός, συγκινητικός:
    • πράμα πολλά λυπητερό (Ερωφ. Έ 15).
  • 3) (Προκ. για φωνή) παραπονιάρικος:
    • (Ερωτόκρ. Δ́ 246).
  • 4) (Συνεκδ.) εύσπλαγχνος, συμπονετικός:
    • (Πιστ. βοσκ. V 7, 14
    • ως βασιλιός λυπητερός κι άξος να συχωρέσει (Ερωφ. Δ́ 593).

[<λυπώ (θ. λυπη‑) + κατάλ. ‑τερός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυπητερός -ή -ό [lipiterós] Ε1 : που προξενεί αισθήματα λύπης, μελαγχολίας: Λυπητερά τραγούδια / λόγια. || (ως ουσ., οικ.) η λυπητερή, ο λογαριασμός: Γκαρσόν, φέρε μας τη λυπητερή. λυπητερά ΕΠIΡΡ: Tραγουδούσε / κελαηδούσε / βέλαζε / νιαούριζε ~.

[μσν. λυπητερός < λυπη- (λυπώ) -τερός]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπητικά, επίρρ.
  • Με πολλή θλίψη· λυπητερά:
    • λυπητικά … αποχαιρέτησάν τους (Φλώρ. 1226
    • έκλαψε … λυπητικά (Χρον. σουλτ. 14332).

[<επίθ. λυπητικός]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπητικάτος, επίθ.
  • Λυπητερός:
    • λυπητικάτες τραγουδίες (Κυπρ. ερωτ. 1388).

[<επίθ. λυπητικός + κατάλ. ‑άτος]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπητικός, επίθ.
  • Που φανερώνει λύπη:
    • έδειξε σχήμα λυπητικόν (Θρ. Κων/π. P suppl. 2498).

[αρχ. επίθ. λυπητικός]

[Λεξικό Κριαρά]
λυπητικώς, επίρρ.
  • Λυπημένα:
    • (Ιερακοσ. 47428).

[<επίθ. λυπητικός]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες